Σαν σήμερα, στις 28 Μαρτίου του 1969, ο σπουδαίος ποιητής, Γιώργος Σεφέρης, στηλιτεύει τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.
Ο Σεφέρης ήταν ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Γιώργος Σεφέρης: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»
Η Δήλωση Σεφέρη
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω»
Γνωρίζοντας τον Γιώργο Σεφέρη
- Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης και ήταν γεννημένος στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου - 13 Μαρτίου του 1900
- Το 1914 άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου
- Στις 14 Ιουλίου 1917, μεταβαίνει με τη μητέρα του, τους δύο αδελφούς του και την αδελφή του στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος, έχοντας μόλις αποφοιτήσει από το Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσiο Αθηνών
- Ακολουθεί σπουδές λογοτεχνίας και αποκτά το πτυχίο της Νομικής και στην πορεία πηγαίνει στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών
- Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το πρώτο έργο του «Μια νύχτα στην ακρογιαλιά» και τον Οκτώβριο η «Στέρνα», αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη
- Το 1933 ο πατέρας του, Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
- Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα
- Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς
- Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…», καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
Ο θυελλώδης έρωτας και τα γράμματα προς τη Μαρώ
Η σχέση του Σεφέρη και της Μαρώς ήταν ένας έρωτας για τον οποίο μιλούσε όλη η Ελλάδα. Παντρεύτηκαν μία ημέρα μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Γερμανούς, δηλαδή στις 10 Απριλίου του 1941. Δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά.
Στις 22 Απριλίου του ίδιου έτους, το ζευγάρι ακολουθεί την ελληνική κυβέρνηση. Σταθμεύουν στην Κρήτη, στα Χανιά, όπου ο Σεφέρης εργάζεται ως γραμματέας του Νικολούδη και εποπτεύει την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως μετά την αποχώρηση της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ακολουθεί μετάβαση στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή.
Το πρώτο γράμμα του Γιώργου Σεφέρη προς την αγαπημένη του Μαρώ ήταν το παρακάτω:
Κυριακή πρωί. [29 Σεπτεμβρίου 1940]
«Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πώς σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ’ έχω φριχτά επιθυμήσει. Τί τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί ίσως, μ’ όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα. – Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία.
Σκέπτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά...».
Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ
[ΥΓ.] Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου.
Γιώργος Σεφέρης: Η κηδεία του που έγινε αντιδικτατορική διαδήλωση
Από εκείνη την ημέρα το ζευγάρι αντάλλαξε αμέτρητες επιστολές.
Αποσπάσματα από τα ερωτικά γράμματα του ποιητή προς στην αγαπημένη του Μαρώ
«…Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα: είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη…»
«Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Αυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει»
«Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.»
«Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου. Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.»
«Κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως, αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο»
«Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…»
«Είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις»
«Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..»
«Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.