Καμία συζήτηση για μείωση των πλεονασμάτων στο Ελσίνκι

Το μήνυμα στις ελληνικές αρχές από κυβερνήσεις της Ευρωζώνης

Η συγκυριακή μείωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας στις αγορές, δεν αποτελεί σοβαρό επιχείρημα για την μείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς μπορεί πολύ εύκολα και πολύ σύντομα να ανατραπεί. Το μήνυμα αυτό στέλνουν στις ελληνικές αρχές κυβερνήσεις των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης, οι οποίες ξεκαθαρίζουν ότι η δανειακή συμφωνία του 2015 μαζί με την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους του 2017-18, συνοδεία των συγκεκριμένων μέτρων αναδιάρθρωσης δεν μπορεί να αλλάξει. Ως εκ τούτου προειδοποιούν ότι δεν θα γίνει καμία συζήτηση για μείωση στόχων στο Eurogroup στο Ελσίνκι στις 13 Σεπτεμβρίου, ούτε και στο πλαίσιο της 4ης έκθεσης της ενισχυμένης εποπτείας. 

Δείτε όλο το μεσημεριανό δελτίο ειδήσεων του STAR εδώ

Συγκεκριμένα, ενόψει των επικείμενων επαφών του οικονομικού επιτελείου με τους ομολόγους τους στην τρόικα και τις δομές eurogroup, αλλά και του πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες, πηγές προσκείμενες στις εθνικές αντιπροσωπείες στις Βρυξέλλες επισημαίνουν τα εξής: 

•    η Ελλάδα έλαβε σημαντική μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους της μέσω επέκτασης ωριμάνσεων και μηδενισμού επιτοκίων, συνοδευόμενων με περίοδο χάριτος, με αντάλλαγμα να συνεισφέρει μέσω μιας περιορισμένης περιόδου πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%. Μέχρι στιγμής τα κατάφερε και υπερέβη αυτό το στόχο, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι ούτε ακατόρθωτος, ούτε υπερβολικός. 
•    ταυτόχρονα η προσωρινή, παροδική μείωση του κόστους δανεισμού, επηρεάζει μόλις το 15% των τόκων του ελληνικού χρέους, ενώ η προηγούμενη περίοδος των σημαντικά υψηλότερων spreads έχει ήδη κοστίσει και έχει επηρεάσει το προφίλ της βιωσιμότητας. 
•    το συνολικό χρέος παρά τις επεμβάσεις έχει ως αυξηθεί τόσο στο κλείσιμο του 2018, όσο και στο καταγεγραμμένο διάστημα του 2019. Ταυτόχρονα οι προβλέψεις για την ανάπτυξη διαψεύστηκαν επί τα χείρω. 

Συνεπώς είναι πολύ ευχάριστη αυτή η περίοδος ευφορίας που διέρχεται η χώρα μετά τις εκλογές, όπως οι σοβαροί αναλυτές εκτιμούν πως αφενός χρειάζεται χρόνος για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, αφετέρου η χώρα θα πρέπει να επενδύσει και να διασφαλιστεί δημιουργώντας περιθώρια, αν όντως υπάρχουν, για να προλάβει την επόμενη επιβράδυνση. Αν τα περιθώρια υπάρχουν, έχει καλώς, αν όχι τότε (και αυτό συμβαίνει μέχρι στιγμής) ακόμα και το 3,5% δεν είναι επαρκές για τη μείωση του χρέους. 

Όπως όμως δεν ζητείται από κανέναν η αύξηση του ορίου του 3,5% (και 2,2% αργότερα μεσοσταθμικά) έτσι δεν μπορεί να ζητείται από κανέναν και η μείωση του ίδιου στόχου (πόσο μάλλον για τα μόλις τρία χρόνια που μένουν 2020, 2021 και 2022). Υπενθυμίζεται ότι υπάρχει δεδομένη συμφωνία ήδη για τον προϋπολογισμό του 2020 με σεβασμό στον στόχο του 3,5%. 

Συνεπώς το πρώτο πραγματικό στοίχημα της οικονομίας είναι η ανάπτυξη για το επόμενο διάστημα. Αν η αύξηση του ΑΕΠ είναι σημαντικά (όχι λίγο) μεγαλύτερη των προβλέψεων, τότε θα μπορούσε να συμφωνηθεί ad hoc κάποια μικρή (ως προς το ποσοστό) μείωση για το 2021 ή το 2022 και πάλι με πάρα πολλές προϋποθέσεις και μόνο στο τέλος της εκτέλεσης του προϋπολογισμού και όχι στην κατάρτισή του. 

Η πραγματική διαπραγμάτευση είναι για το δημοσιονομικό μαξιλάρι.

Την ίδια ώρα, καθώς μεσολάβησαν οι εκλογές και οι προεκλογικές παροχές της προηγούμενης κυβέρνησης που οδήγησαν σε μερικό εκτροχιασμό, ανοιχτή έχει μείνει η συζήτηση για την αποπληρωμή του ΔΝΤ από τα χρήματα του λεγόμενου δημοσιονομικού μαξιλαριού. Η πραγματική διαπραγμάτευση, ως εκ τούτου αφορά τη χρήση αυτών των κεφαλαίων, μεταξύ άλλων και για αναπτυξιακούς σκοπούς. 

Ταυτόχρονα όμως πρέπει από την Αθήνα να πάψουν οι βλαπτικές για την οικονομία διαρροές και οι ερμηνείες επί των δηλώσεων των ευρωπαίων αξιωματούχων. 

Πηγές των Βρυξελλών εκφράζουν την έντονη δυσφορία τους για τις ερμηνείες που διακινήθηκαν επί της δήλωσης Μοσκοβισί (η Κομισιόν δεν ήταν υπέρ των υψηλών πλεονασμάτων) καθώς αυτή αφορούσε τη διαπραγμάτευση του 2017 για τα μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους. 

Παρομοίως καλό είναι να μη διακινούνται φήμες για την ανάλυση βιωσιμότητας χρέους της 4ης έκθεσης της ενισχυμένης εποπτείας καθώς θα διαψευστούν. Τέλος παραμένει η προειδοποίηση ότι αν η χώρα αμφισβητήσει ανοιχτά τους στόχους που έχει αναλάβει, βάζει εαυτόν σε κίνδυνο καθυστέρησης επιστροφής σε επενδυτική βαθμίδα, άρα και συμμετοχής στο επόμενο “QE” της ΕΚΤ (όταν και αν). 

Τέλος δεν είναι δουλειά της Αθήνας να διοχετεύει φήμες για το αν οι θεσμοί θεωρούν ότι η χώρα είναι ξανά εντός τροχιάς για τα δημοσιονομικά του 2019. Ισχύει ότι έχει γραφτεί τόσο στην 3η έκθεση (κίνδυνος επίτευξης), στις θερινές οικονομικές προβλέψεις (ξανά κίνδυνος) και το έγγραφο για την επέκταση της εποπτείας (και πάλι καταγράφεται κίνδυνος). Αν η Κομισιόν έχει να πει κάτι θα το γράψει και θα το δημοσιεύσει. Για την Αθήνα μιλάει η Αθήνα και για τους θεσμούς οι θεσμοί. 

Οι Βρυξέλλες θυμίζουν ότι όλες ανεξαιρέτως οι προσπάθειες επικοινωνιακής διαχείρισης της οικονομίας ή των  μηνυμάτων των Ευρωπαίων πέφτουν στο κενό όταν γίνονται άνευ συνεννοήσεως και για να συντηρήσουν μια κομματική ρητορική (την προεκλογική υπόσχεση περί πλεονασμάτων) που απλά δημιουργεί κακό κλίμα χωρίς να προσφέρει στην οικονομία. Υπενθυμίζουν δε ότι η χώρα θα κριθεί στην πράξη, αρχής γενομένης από τα προαπαιτούμενα, που είναι ακόμα ανοιχτά από την προηγούμενη έκθεση και το χειρισμό εξαιρετικής σημασίας θεμάτων όπως οι αποκρατικοποιήσεις, η ΔΕΗ, το άνοιγμα αγορών κτλ. Όσο για τα φορολογικά, το αν λογαριασμός βγαίνει ή όχι θα κριθεί το φθινόπωρο. 

Του Θάνου Αθανασίου

Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.
Follow us:

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top