Σαν σήμερα στις 10 Μαΐου του 1905 γεννήθηκε ο μεγάλος δημιουργός, ο αριστοκράτης και μάγκας, ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης, ένας καλλιτέχνης που έκανε δυο γάμους, ήρθε σε σύγκρουση με την καθολική εκκλησία και που δε δίστασε να παίξει μουσική στον δρόμο για να ζήσει την οικογένειά του.
Γιώργος Ζαμπέτας: «Ο παππούς μου έφυγε με παράπονο. Τον πέταξε το σύστημα»
Η καταγωγή και τα δύσκολα παιδιά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος μέσα από το ταλέντο και τα τραγούδια του έκανε γνωστό το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα, γεννήθηκε στη συνοικία Σκαλί της Άνω Σύρου από μία φτωχική οικογένεια αγροτών, ενώ ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Το μπουζούκι το άκουσε πρώτη φορά από έναν θείο του και έμεινε έκπληκτος από τον ήχο που έβγαζε. Θα λέγαμε ότι το αγάπησε αμέσως...
Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, μπήκε από νωρίς στη βιοπάλη. Αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο, παρόλο που ήταν πολύ καλός μαθητής, με κλίση στην Ιστορία, για να βοηθήσει τον πατέρα του, κάνοντας πολλές δουλειές του ποδαριού. Αν και δεν ήξερε καλά-καλά ούτε το «Πάτερ ημών», του άρεσε να ψέλνει στις καθολικές εκκλησίες της Σύρου.
Όπως είχε πει και ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Ταχυδρόμο το 1967: «Στο νησί δούλεψα σε κλωστήριο, έγινα μπακαλόγατος, εφημεριδοπώλης, λούστρος, κοράκι σε κηδείες, μανάβης και λαχειοπώλης... «Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλήκα στην πλάτη και φορτωνομάστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα. Δούλεψα για δέκα χρόνια στα σφαγεία του Πειραιά, αλλά τους τα βρόντησα χάμω, όταν μ’ ανάγκασαν να σφάξω μια γελάδα που τη λάτρευα. Ήλθα στα σφαγεία της Αθήνας, όπου δούλεψα δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν άριστος σφάχτης και γδάρτης».
Όταν ο πατέρας του έφυγε για να πολεμήσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912, ο Μάρκος ήταν μόλις 7 χρόνων. Αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές, για να μπορέσει να συμβάλλει στη συντήρηση της οικογένειάς του. Μπήκε από νωρίς, όμως, στο στόχαστρο της αστυνομίας, αφού όταν εργαζόταν ως διανομέας εφημερίδων στο νησί, γνώρισε και έμπλεξε με τον χώρο του περιθωρίου, με καβγάδες και άλλες παρανομίες, ενώ έγινε πολύ γνωστός στον υπόκοσμο. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος: «Αρχισα να βλέπω και να γνωρίζω από κοντά τη ζωή του αλήτη, τον υπόκοσμο, την ατιμία, τη χαρτοπαιξία και όλα τα κακά της μοίρας».
Ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν εξαιρετικός χορευτής ζεϊμπέκικου, το οποίο έμαθε να χορεύει στη Σύρο. Όπως είχε δηλώσει και εκείνος: «Το ζεϊμπέκικο που χορεύανε στη Σύρα δεν το χορεύανε πουθενά. Και με μαχαίρια, ξιφολόγχες χάμω».
Αντώνης Παπαδόπουλος: Πέθανε 51 ετών, λίγο μετά τη γέννηση της κόρης του
Η γνωριμία, η απιστία και ο χωρισμός με την πρώτη σύζυγό του, Ελένη
Ήταν η εποχή που ο Μάρκος Βαμβακάρης έχει φύγει από τη Σύρο και ξεκίνησε να εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής κάρβουνου και στο τελωνείο Πειραιά. Κάποια στιγμή, γνωρίζει στο σπίτι της ξαδέλφης του την πρώτη του σύζυγο, Ελένη. Αυτός την αποκαλεί «Ζιγκοάλα» και εκείνη «Φραγκόσκυλο»: «Αυτού άραζα το λοιπόν κι έβλεπα αυτήνε, το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις 10 η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου. Ηταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα».
Παρά τον μεγάλο του έρωτα και το πάθος του για εκείνη, η κοινή τους πορεία χαρακτηριζόταν από μεγάλες και συνεχείς εντάσεις. Χωρίζουν οριστικά όταν έμαθε ότι η σύζυγός του τον απατούσε με τον καλύτερό του φίλο και κουμπάρο τους, Σήφη. Γι' αυτή έγραψε και το τραγούδι: «Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια, βρε, με τα δυο σου μαύρα μάτια. Σκύλα μ’ έκανες ρεζίλι, βρε, στον Πασά και στον Βεζύρη».
Παρόλο που τη χαρακτηρίζε «παλιογυναίκα» και κακιά, έκανε πάρα πολλά χρόνια να προχωρήσει μπροστά και να την ξεπεράσει, ενώ για μεγάλο διάστημα, μετά το διαζύγιό τους, η διαμάχη τους συνεχίστηκε στα δικαστήρια. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, όταν σχολούσε, την περίοδο που δούλευε ως μανάβης στον Πειραιά,: «Δεν μ’ έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν “τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια”, που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!»
Όταν ο Μάρκος Βαμβακάρης έπαιζε μπουζούκι στους δρόμους για να ζήσει την οικογένειά του
Έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο. Λόγω του ότι ο δεύτερος γάμος του έγινε σε ορθόδοξη εκκλησία, η καθολική εκκλησία προχώρησε σε αφορισμό του και μόλις το 1966 του δόθηκε ξανά η κοινωνία των Καθολικών.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε γίνει περιζήτητος και η μουσική του ακουγόταν παντού. Έκανε πολλές περιοδείες και συνεργάστηκε με πολύ γνωστά ονόματα. Με την έναρξη του πολέμου, όμως, ακολούθησαν αρκετά δύσκολα χρόνια για εκείνον και το είδος που υπηρετούσε.
Στο «Ουζερί Τσιτσάνης» όπου γράφτηκαν οι μεγαλύτερες επιτυχίες
Το 1954 ο μεγάλος ρεμπέτης αρρώστησε από παραμορφωτική αρθρίτιδα στα χέρια και αναγκάστηκε να σταματήσει να παίζει μπουζούκι για κάποιο διάστημα. Όταν ήταν έτοιμος να επιστρέψει, όμως, η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρναν να πάιξει σε μαγαζιά. Έτσι, αναγκάστηκε να βγάλει πιατάκι και να παίζει στους δρόμους για να ζήσει την οικογένειά του.
Ήταν η πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη το 1960 που άλλαξε προς το καλύτερο την κατάσταση του Μάρκου Βαμβακάρη, οταν του πρότεινε να κυκλοφορήσουν παλιά και νέα καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από μεγάλα ονόματα, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά.
Η αυτοβιογραφία και τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη
Όπως έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του, σε ηλικία 18-19 χρόνων, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Το αστείρευτο ταλέντο του δεν άργησε να φανεί, με αποτέλεσμα να μας χαρίσει τεράστιες επιτυχίες, όπως:
- ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ [ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ]
- ΚΑΦΤΟΝΕ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΦΤΟΝΕ [ΑΓΑΘΩΝΑΣ]
- ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΑ [ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ]
- ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΑ ΜΟΥ [ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΗΣ]
- ΜΙΚΡΟΣ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΑ [ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ]
- ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ [ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ]
- ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ ΠΟΥ ΠΛΕΝΕΣΑΙ [ΧΑΡΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ]
- Μ'ΕΚΑΨΕΣ ΤΣΑΧΠΙΝΑ [ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ]
- ΕΓΩ ΓΙΑ ΣΕ ΒΡΕ ΠΟΝΗΡΗ [ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ]
- Ο ΙΣΟΒΗΤΗΣ [ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ]
- Η ΦΛΟΓΕΡΗ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ [ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ]
- ΤΑ ΜΑΤΟΚΛΑΔΑ ΣΟΥ ΛΑΜΠΟΥΝ [ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ]
- ΜΗ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ - ΕΛΑ ΕΛΑ [ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ - ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ - ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΥΡΟΜΗΤΗΣ]
- ΤΑ ΜΠΛΕ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΟΥ [ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΝΑΚΗΣ]
- ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΜΗΧΑΝΗ [ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ]
- ΤΑ ΔΥΟ ΣΟΥ ΧΕΡΙΑ ΠΗΡΑΝΕ [ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΑΡΜΠΕΡΑΚΗΣ]
- ΜΑΓΚΙΚΟ ΤΑ ΔΥΟ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ [ΒΑΚΙΑ ΒΑΛΒΗ - Δ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ]
- Η ΑΤΑΚΤΗ [ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ]
Ο θάνατος στα 67 του χρόνια και το αντίο του Βασίλη Τσιτσάνη
Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή λόφω νεφρικής ανεπάρκειας που του προκάλεσε ο σαγχαρώδης διαβήτης στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, σε ηλικία 67 χρόνων.
Για τον θάνατό του, ο Βασίλης Τσιτσάνης είπε: «Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ήταν ο πρωτοπόρος του λαικού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικώτατο χρώμα. Με το θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως ποτέ δεν θα φύγη από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζωνται, να τραγουδιούνται και να χορεύωνται. Όσο ‘βαριά’ ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφτό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζη».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.