Σαν σήμερα στις 9 Νοεμβρίου του 1935 γεννήθηκε η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού, Μαίρη Λίντα, η οποία έχει επηρεάσει με την ερμηνεία της πολλές νεότερες σημαντικές τραγουδίστριες και έχει αφήσει το στίγμα της στην παράδοση και την ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου.
Γνωρίζοντας καλύτερα τη Μαίρη Λίντα
- Η Μαίρη Δημητροπούλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, κατάγεται από τον Πύργο Ηλείας και σήμερα γίνεται 88 ετών
- Μετακόμισε στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στον Κολωνό, με την οικογένειά της όταν ήταν 7 χρόνων
- Ξεκίνησε σε μικρή ηλικία από τα ταλέντα του Ορέστη Λάσκου, συνέχισε στα βαριετέ και καμπαρέ της εποχής
- Συνάντησε τον Μανώλη Χιώτη και δημιούργησαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της δεκαετίας του ’60. Υπήρξε, μάλιστα, και σύζυγός του για μια δεκαετία, ενώ έπαιξαν μαζί σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου
- Στη δισκογραφία εμφανίστηκε για πρώτη φορά με το τραγούδι «Πικρό ποτήρι», του Κώστα Καπλάνη
- Το 1961 τιμήθηκε με το Α’ βραβείο με το τραγούδι «Απαγωγή» στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης
- Ζει τα τελευταία χρόνια στο Γηροκομείο Αθηνών
Η στυγνή δολοφονία της μητέρας της
Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψε τη Μαίρη Λίντα ήταν η δολοφονία της μητέρας της το 1970. Ήταν 24 Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς όταν η 70χρονη Βασιλική Δημητροπούλου βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Μπουρνάζι. Στην αρχή ο θάνατός της θεωρήθηκε δυστύχημα, όμως τρεις αξιωματικοί της αστυνομίας, αφού μελέτησαν λεπτομερώς τα στοιχεία, απεφάνθησαν ότι πρόκειται για δολοφονία.
Συγκεκριμένα, στην αρχή είχε αναφερθεί ότι η μητέρα της Μαίρης Λίντα άναψε τσιγάρο, ενώ είχε ξαπλώσει, αποκοιμήθηκε και το τσιγάρο γλίστρησε από το χέρι της και έπεσε στο μαξιλάρι, με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά.
Εν τέλει, οι τρεις αξιωματικοί που εξέτασαν με λεπτομέρεια τον χώρο όπου βρέθηκε η αποθανούσα, διαπίστωσαν ότι: «Επί του πτώματος της Δημητροπούλου υπήρχε ένα ξυπνητήρι με κηλίδες αίματος, πλησίον του πτώματος βρισκόταν μία άδεια από οινόπνευμα φιάλη, ενώ στο καμένο της πρόσωπο έφερε αμυχές». Έτσι, ύστερα από 10 ημέρες, η επίσημη εκδοχή της αστυνόμιας ήταν ότι η Βασιλική Δημητροπούλου δολοφονήθηκε από διαρρήκτες.
«Δε γίνεται να τρως ξύλο για το τίποτα. Δεν είμαστε ζώα»
Σε παλαιότερη συνέντευξή της, η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού αποκάλυψε ότι δεχόταν συστηματική κακοποίηση από τον δεύτερο σύζυγό της, αλλά κατάφερε να βρει τη δύναμη και να τον εγκαταλείψει για να μεγαλώσει σωστά το παιδί της: «Δεν άντεχα την πολύ κακή συμπεριφορά και το ξύλο. Έφυγα. Είχα τη δύναμη, όμως, γιατί είχα ένα ”χρυσό βραχιόλι” στο χέρι μου... τη δουλειά μου. Είπα ”δεν είναι ανάγκη. Γιατί να κάθομαι να δέχομαι αυτό τον εξευτελισμό; Δε γίνεται να τρως ξύλο για το τίποτα. Δεν είμαστε ζώα. Με κακοποιούσε κάθε τρεις και λίγο. Έφυγα και μεγάλωσα το παιδί μου με αξιοπρέπεια».
«Μια φορά, στο τελευταίο ξύλο, το πήρα απόφαση και τελείωσε. Μου είχε τελειώσει και ερωτικά με αυτή τη συμπεριφορά. Μετά έκανα και τον τρίτο μου γάμο. Είχα την τύχη να έχω τρεις πολύ ωραίους άντρες. Με άσχημο δε θα πήγαινα ποτέ. Και έμεινα με αυτούς τους τρεις. Από τότε δεν ξανακοίταξα κανέναν».
«Μεγάλο μου λάθος το ότι χώρισα με τον Χιώτη. Ακόμα και σήμερα, πονάω».
Όσον αφορά στον γάμο της με τον Μανώλη Χιώτη, η Μαίρη Λίντα επεσήμανε ότι: «Ο Χιώτης είναι ο άνθρωπος της ζωής μου. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι χώρισα με τον Χιώτη. Δυστυχώς δεν μπορώ να γυρίσω τα χρόνια πίσω. Ακόμα και σήμερα, πονάω».
Ενώ για το πώς γνωρίστηκαν είπε ότι: «Γνωριστήκαμε όταν ήμουν έντεκα ετών. Εκείνη την εποχή ο καλύτερος επιχειρηματίας ήταν ο Κόκκαλης. Είχε το Πίγκαλς. Στην Πατησίων, κάτω από το Ροζικλέρ. Όλη η αριστοκρατία της Αθήνας ερχόταν εκεί. Πήγα να κάνω πρόβα με την ορχήστρα και τον μαέστρο. Μαέστρος ήταν ο Χιώτης. Μια ορχήστρα με τον Μητσάκη, τον Μπίνη, τον Ροζαδίνο, τον Λεμονόπουλο, τη Δερέμπεη που διέπρεψε μετά σαν μεγάλη πιανίστρια στο εξωτερικό. Ο Χιώτης ήθελε πάντα να έχει σπουδαία ορχήστρα. Ήταν και ο ίδιος φοβερός μουσικός».
«Εκεί που καθόμουν, λοιπόν, βλέπω και μπαίνει ένας άντρας με μια ρεπούμπλικα μπεζ, ένα παλτό καμηλό… - Ωραίος; Ένας θεός ήταν, τι ωραίος… Πράσινα μάτια, με κύκλους γκρι. Ήταν σαν να τα έβαφε τα μάτια του. Τον ερωτεύτηκα μόλις τον είδα. Με ξανθό μουστάκι. Τρελάθηκα. Γνωριστήκαμε και άρχισα να λέω τα τραγούδια του. Εκείνη την εποχή ο Μανώλης Χιώτης δεν ήταν παντρεμένος. Παντρεύτηκε αργότερα τη Ζωή Νάχη. Και έκαναν και δυο παιδιά. Υπέφερα πολύ επειδή ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Στη συνέχεια γίναμε φίλες, ήμασταν σαν οικογένεια όταν παντρεύτηκα τον Χιώτη. Ήταν και ο Χιώτης ερωτευμένος μαζί μου, αλλά ήμουνα πολύ μικρή».
Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.