Οι σπαρακτικές «Άλλες Ζωές» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα

Ο Αφρικανός συγγραφέας κέρδισε το Νόμπελ λογοτεχνίας 2021

Οι σπαρακτικές «Άλλες Ζωές» του Αμπντουλραζάκ Γκούρνα

Οι «Άλλες Ζωές» είναι το πρώτο βιβλίο του βραβευμένου συγγραφέα με Νόμπελ Λογοτεχνίας  που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε εξαιρετική μετάφραση της Κατερίνας Σχινάς. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό καθηλωτικό και σπαρακτικό βιβλίο το οποίο συνδυάζει ιστορικά στοιχεία σε μια συγκινητική μυθοπλασία. Ο  Αμπντουλραζάκ Γκούρνα μάς προσφέρει ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο για την Αφρική, την κληρονομιά της αποικιοκρατίας, τις φρικαλεότητες του πολέμου, καθώς και για τις απροσμέτρητες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης.

«Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι ο πρώτος Αφρικανός συγγραφέας που τιμάται από το 2003 με το πιο σημαντικό βραβείο λογοτεχνίας»

Ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι ο πρώτος Αφρικανός συγγραφέας που τιμάται από το 2003 με το πιο σημαντικό βραβείο λογοτεχνίας

Γεννημένος το 1948 στη Ζανζιβάρη, την οποία εγκαταλείπει  το 1968, την εποχή των διώξεων  της μουσουλμανικής μειονότητας ο Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι ο πρώτος Αφρικανός συγγραφέας που τιμάται από το 2003 με το πιο σημαντικό βραβείο λογοτεχνίας, 18 χρόνια μετά τον Τζον Μάξγουελ Κούτσι.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο νεαρός Ιλιάς, ο οποίος δραπετεύει από το χωριό όπου γεννήθηκε, από μια περιοχή ταλανισμένη από τη φτώχεια, την πείνα και τους λοιμούς και φτάνει σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη όπου έκθαμβος παρακολουθεί την παρέλαση των Δυνάμεων Ασφαλείας στη Γερμανική Ανατολική Αφρική. Χρόνια αργότερα, το 1914, ενώ επίκειται ο μεγάλος πόλεμος μεταξύ των Βρετανών και των Γερμανών, στην Τάνγκα της Τανζανίας, o Ιλιάς αποφασίζει να καταταγεί στον γερμανικό στρατό, που αποτελείται κυρίως από Αφρικανούς μισθοφόρους, υποσχόμενος στη μικρή του αδελφή πως σύντομα θα επιστρέψει.

Η υπόσχεσή του δε θα εκπληρωθεί ποτέ και το μυστήριο για το τι απέγινε ο Ιλιάς θα σκιάζει τη ζωή της Αφίγια ώσπου να γνωρίσει τον Χάμζα, έναν γενναιόδωρο και ονειροπόλο λιποτάκτη ο οποίος κατάφερε να διαφύγει από τη φρίκη του πολέμου. Οι δυο τους θα ζήσουν μια αναπάντεχη ιστορία αγάπης που θα ενώσει δυο οικογένειες αλλά και δυο ηπείρους, την Αφρική με την Ευρώπη.

Οι «Άλλες Ζωές» ήταν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Orwell καθώς και στη μακρά λίστα για το Βραβείο Walter Scott

Οι «Άλλες Ζωές» ήταν στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Orwell καθώς και στη μακρά λίστα για το Βραβείο Walter Scott
 

Διαβάστε ένα απόσπασμα:

Ο Χαλίφα ήταν είκοσι έξι ετών όταν γνώρισε τον έμπορο Αμούρ Μπιασάρα. Εκείνη την εποχή εργαζόταν για μια μικρή ιδιωτική τράπεζα που ανήκε σε δύο αδελφούς από την Γκουτζαράτ*. Οι ιδιωτικές τράπεζες που διευθύνονταν από Ινδούς ήταν οι μόνες που είχαν δοσοληψίες με τους ντόπιους εμπόρους και είχαν προσαρμοστεί στον τρόπο της δουλειάς τους. Οι μεγάλες τράπεζες ήθελαν επιχειρήσεις που λειτουργούσαν γραφειοκρατικά, με ασφάλειες και εγγυήσεις, κι αυτό δε βόλευε πάντα τους ντόπιους εμπόρους που συναλλάσσονταν μέσω δικτύων και συνδέσμων, αόρατων στο γυμνό μάτι. Οι αδελφοί προσέλαβαν τον Χαλίφα χαριστικά, ως συγγενή τους από την πλευρά του πατέρα του που επίσης καταγόταν από την Γκουτζαράτ. Η λέξη «συγγενής», βέβαια, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ωστόσο σ’ εκείνα τα μέρη συντοπίτης σήμαινε, συχνά, συγγενής. Η μητέρα του ήταν παιδί της υπαίθρου. Ο πατέρας του Χαλίφα την είχε γνωρίσει όταν δούλευε στο αγρόκτημα ενός μεγάλου Ινδού γαιοκτήμονα, δύο μέρες ταξίδι από την πόλη, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της 
ενήλικης ζωής του. Ο Χαλίφα δεν έμοιαζε με Ινδό, ή τουλάχιστον δεν ήταν το είδος του Ινδού που είχαν συνηθίσει να βλέπουν σ' εκείνο το μέρος του κόσμου. Η επιδερμίδα του, τα μαλλιά του, η μύτη του, όλα θύμιζαν την Αφρικανή μητέρα του, αλλά του άρεσε να δηλώνει την καταγωγή του με κάθε ευκαιρία. Ναι, ναι, ο πατέρας μου ήταν Ινδός. Δε μου φαίνεται, ε; Παντρεύτηκε τη μητέρα μου και της έμεινε πιστός. Κάποιοι Ινδοί άντρες ερωτοτροπούν με τις Αφρικανές κι έπειτα, όταν αποφασίζουν ότι έφτασαν σε ηλικία γάμου, τις εγκαταλείπουν και ζητάνε να τους στείλουν σύζυγο από την Ινδία. Ο πατέρας μου, όμως, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη μητέρα μου. 
Το όνομα του πατέρα του ήταν Κασίμ είχε γεννηθεί σε ένα μικρό χωριό στην επαρχία Γκουτζαράτ, έναν τόπο με τους πλούσιους και τους φτωχούς του, τους Ινδουιστές και τους Μουσουλμάνους του, ακόμη και μερικούς χριστιανούς Χούμπσι. Η οικογένεια του Κασίμ ήταν μουσουλμανική, καταδικασμένη στη φτώχεια. Μεγαλώνοντας έγινε ένα σοβαρό, σκληραγωγημένο παιδί, εξοικειωμένο με τις δυσκολίες. Τον έστειλαν στο σχολείο του τεμένους στο χωριό του και στη συνέχεια στην κοντινή πόλη, σ’ ένα δημόσιο σχολείο όπου τα μαθήματα γίνονταν στα γκουτζαράτι. Ο πατέρας του ήταν φοροεισπράκτορας και ταξίδευε στην επαρχία για λογαριασμό του εργοδότη του^ δική του ήταν η ιδέα να στείλει τον Κασίμ στο σχολείο ώστε να γίνει κι αυτός φοροεισπράκτορας ή κάτι ανάλογο, αξιοσέβαστο επίσης. Ο πατέρας του δε ζούσε μαζί τους. Τους επισκεπτόταν μόνο δύο ή τρεις φορές τον χρόνο. 

Η μητέρα του Κασίμ φρόντιζε την τυφλή πεθερά της και πέντε παιδιά ο ίδιος ήταν ο μεγαλύτερος και είχε έναν μικρότερο αδελφό και τρεις αδελφές. Οι δύο μικρότερες αδελφές του πέθαναν σε νηπιακή ηλικία. Ο πατέρας τους έστελνε χρήματα πού και πού, αλλά ήταν αναγκασμένοι να φροντίζουν οι ίδιοι για τα προς το ζην, οπότε έκαναν ό,τι δουλειά έβρισκαν. Όταν ο Κασίμ μεγάλωσε αρκετά, οι δάσκαλοί  του στο δημόσιο σχολείο τον ενθάρρυναν να διεκδικήσει υποτροφία σ’ ένα αγγλόφωνο σχολείο στη Βομβάη, και ύστερα από αυτό η τύχη του άρχισε να αλλάζει. Ο πατέρας του και άλλοι συγγενείς δανείστηκαν για να μπορέσει να μείνει σ’ ένα ανθρωπινό κατάλυμα στη Βομβάη όσο πήγαινε στο σχολείο, αλλά η καθημερινότητά του βελτιώθηκε όταν νοίκιασε ένα δωμάτιο στο σπίτι ενός συμμαθητή του, που τον βοήθησε επίσης να βρει δουλειά σαν προγυμναστής μικρότερων μαθητών. Τα λίγα άννα που κέρδιζε αρκούσαν για να συντηρεί μόνος τον εαυτό του. Αμέσως μόλις τελείωσε το σχολείο, του πρότειναν να ενταχθεί στη λογιστική ομάδα ενός γαιοκτήμονα στις ακτές της Αφρικής. Η πρόταση του φάνηκε ευλογία: του άνοιγε την πόρτα για να βγάλει το ψωμί του και ίσως για κάποια περιπέτεια. Η προσφορά ήρθε μέσω του ιμάμη του χωριού του. Οι πρόγονοι του γαιοκτήμονα κατάγονταν από το ίδιο χωριό και πάντα ζητούσαν έναν λογιστή από εκεί όταν χρειάζονταν κάποιον – προφανώς για να διασφαλίσουν ότι τις υποθέσεις τους θα τις διαχειριζόταν κάποιος πιστός και εξαρτημένος. Κάθε χρόνο, κατά τη διάρκεια του μήνα της νηστείας, ο Κασίμ έστελνε στον ιμάμη του χωριού του ένα χρηματικό ποσό, το οποίο ο γαιοκτήμονας παρακρατούσε από τον μισθό του, για να το δώσει απευθείας στην οικογένειά του. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Γκουτζαράτ. 

Λίγο λόγια για τον συγγραφέα:

O  Αμπντουλραζάκ Γκούρνα είναι συγγραφέας δέκα μυθιστορημάτων: Memory of Departure, Pilgrims Way, Dottie, Paradise (στη βρα­χεία λίστα για τα βραβεία Booker και Whitbread), Admiring Silence, By the Sea (στη μακρά λίστα για το βραβείο Booker Prize και στη βραχεία λίστα για το βραβείο των Los Angeles Times), Desertion (στη βραχεία λίστα για το Βραβείο των Συγγραφέων της Κοινοπολιτείας), The Last Gift, Gravel Heart και ΑΛΛΕΣ ΖΩΕΣ (στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Orwell, στη μακρά λίστα για το Βραβείο Walter Scott). Είναι ομότιμος καθηγη­τής Αγγλικής και Μετα-­αποικιακής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ. Ζει στο Καντέρμπουρι. Από τις Εκδόσεις Ψυχογιός ετοιμάζονται και άλλα βιβλία του.

Διαβάστε όλα τα lifestyle νεα, για Celebrities και Media.
Follow us:

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top