Η τελική πράξη της δίκης για το Μάτι που ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα δεν αφορά σε αποζημιώσεις, όπως με ρώτησαν κάποιοι, ή σε άλλες τεχνικές λεπτομέρειες. Αφορά στη δικαίωση των ψυχών που έφυγαν.
Αφορά και στη δικαίωση όλων εκείνων που έμειναν, αλλά τραυματίστηκαν ανεπανόρθωτα είτε από τις φλόγες στο σώμα τους, είτε από τις εικόνες που αντίκρισαν -κάποιοι ακόμα παιδιά τότε- στο μυαλό τους, είτε από τις απώλειες στην ψυχή τους.
Δίκη Μάτι: Συγκλονίζουν οι καταθέσεις - «Δεν κάηκα αλλά κάηκε η ψυχή μου»
Ένα από τα παιδιά του Ματιού προσπαθεί να εξηγήσει μέσα από ένα συγκλονιστικό κείμενο πόσες ψυχές «χάθηκαν» από αυτή την τραγωδία:
Για αυτό και οι πληγέντες ήθελαν να αναβαθμιστεί το έγκλημα σε κακούργημα κι ας απορριπτόταν η αίτηση της εισαγγελέως και ας μην καταδικάζονταν τελικά οι κατηγορούμενοι.
Η εισαγγελέας ανέφερε στην αγόρευσή της πως δε θα ήθελε να μείνει στην ιστορία σαν την «Εισαγγελέα, που συνετέλεσε στην παραγραφή του εγκλήματος στο Μάτι». Κι έχει δίκιο πως θα παραγραφόταν το έγκλημα τελικά, καθώς ο δικονομικός χρόνος δεν αρκεί.
Έως το 2026 θα πρέπει να έχει τελεσιδικήσει η υπόθεση για το Μάτι, αλλιώς θα παραγραφούν τα αδικήματα.
Αναβάθμιση σε κακούργημα είχε προταθεί στις υποθέσεις του ναυαγίου του Σάμινα και στις υποθέσεις σχετικές με τον σεισμό του 1999. Η πρόταση για ανάβαθμιση σε κακούργημα εύκολα απορρίπτεται, καθώς είναι δύσκολο να αποδειχθεί δόλος, κι έτσι δεν είχαν προλάβει να ξαναδικαστούν ως πλημελλήματα οι κατηγορίες σε εκείνες τις περιπτώσεις.
Το ζήτημα, όμως είναι ηθικό πλέον, ειδικά για όσους έχουν χάσει τα ίδια τους τα παιδιά. Το ότι θα λάβουν εξαγοράσιμες ποινές οι κατηγορούμενοι δεν τους λέει τίποτα, παρά τη σημασία της πρότασης για ενοχή ακόμα και πολιτικών προσώπων.
Δίκη Μάτι: Τα τρία πολιτικά πρόσωπα που βρίσκονται στο «κάδρο» των ενόχων
Η μητέρα της Πόπης Σιαπκαρά φώναζε να ακουστεί μέσα στο δικαστήριο. Να την ακούσουν οι παρευρισκόμενοι, η εισαγγελέας, η έδρα, οι κατηγορούμενοι, οι μάρτυρες, ο ίδιος ο Θεός. «Μη φεύγετε», φώναζε. Να ακούσουν όλοι τον πόνο της, να μάθουν την αλήθεια. «Δολοφόνοι», φώναξε, σε εκείνους που άφησαν την 35χρονη κόρη της να καεί και το τρίχρονο εγγόνι της μόνο χωρίς τη μάνα του.
Ένας αστυνομικός την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του κι εκείνη άφησε τότε τα δάκρυά της να κυλήσουν. Η έδρα είχε αδειάσει, οι κατηγορούμενοι με γυρισμένη την πλάτη είχαν εγκαταλείψει την αίθουσα κι εκείνη έμεινε στην αγκαλιά να κλαίει.
Ο Γιάννης Φιλιππόπουλος έχασε τις δίδυμες κόρες του και τους γονείς του, που ενώ πήγαιναν προς τη Νέα Μάκρη, οι επιτόπιες αρχές τους έστειλαν μέσα από το Μάτι, μέσα δηλαδή στη φωτιά.
Ψύχραιμος, πράος, με προσοχή και σεβασμό προς το δικαστήριο έκανε υπομονή μέχρι το τέλος της διήμερης διαδικασίας. Στο τέλος ξέσπασε, όταν οι δικηγόροι των κατηγορούμενων έκαναν ερωτήσεις προς την έδρα, ως είθισται, καθώς τους ίδιους τους συγγενείς δεν τους άφησε το δικαστήριο ποτέ να βγάλουν κιχ. Όποτε μιλούσαν, πάντα αξιοπρεπώς, τους ζητούσαν να βγουν από την αίθουσα, «λες και είμαστε τίποτα εγκληματίες», όπως είπε ο Γιάννης Φιλιππόπουλος. Μοιράστηκε φωναχτά τις τραγικές εικόνες που είναι χαραγμένες στο μυαλό του από την αναγνώριση των παιδιών του, λέγοντας όσα δε θέλει να ζήσει, αλλά ούτε και να ακούσει τελικά, κανείς. Και ζήτησε και μία ειλικρινή συγγνώμη στο τέλος από τους λοιπούς μάρτυρες για το ξέσπασμά του.
Για το ότι οδήγησαν ανθρώπους προς τον θάνατό τους ουσιαστικά, αλλά και για όλες τις άλλες παραλείψεις που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα της 23ης Ιουλίου 2018 κατηγορούνται τώρα οι υπεύθυνοι για την πολιτική προστασία εκείνη τη μέρα, αλλά οι άνθρωποι δε γυρίζουν πίσω.
Δίκη Μάτι: «Μάθαμε ότι υπήρχαν άνθρωποι στη θάλασσα από το 112 της Δανίας»
Όπως προκύπτει και από την αγόρευση της εισαγγελέα, τα λάθη ήταν απανωτά. Ο κόσμος δεν ενημερώθηκε να εκκενώσει, το 199 έστελνε τον κόσμο προς τη θάλασσα, το μέτωπο δηλαδή της φωτιάς, οι επιτόπιοι συντονιστές είχαν ελλιπή πληροφόρηση και δεν έλαβαν υπ’ όψιν πληροφορίες κατοίκων για κλειστούς δρόμους -λόγω εγκαταλελειμένων και καμένων οχημάτων, δεν κλήθηκαν οι ανώτεροι αρμόδιοι της αστυνομίας, δεν ειδοποιήθηκε το λιμενικό, δε ζητήθηκε η συνδρομή του στρατού.
Τέλος οι κάτοικοι και όσοι έχασαν τους δικούς τους, έχοντας ζήσει την τραγική αυτή μέρα, δεν μπορούν να ακούν το αφήγημα της άναρχης δόμησης, την υπόνοια ότι «φταίνε» οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους που κάηκαν από τη φωτιά. Τα επιχειρήματα αυτά έχουν ήδη καταρριφθεί στο δικαστήριο από τον πραγματογνώμονα.
«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη θάλασσα. Υπάρχουν 25 δίοδοι σε απόσταση 1.200 μέτρων μήκος», είχε πει χαρακτηριστικά ο Δ. Λιότσιος. Το Μάτι «δε συμπεριλαμβανόταν στις άναρχες κι επικίνδυνες περιοχές που είναι υποχρεωμένη να καταγράφει η πυροσβεστική για να ξέρει πως να κινηθεί», είχε καταθέσει ο πραγματογνώμονας.
Όσο μακριά κι αν ακούγεται για κάποιους το Μάτι, μία μικρή περιοχή κρυμμένη ανάμεσα σε μεγαλύτερους οικισμούς κάπου στην ανατολική Αττική, οι ψυχές που χάθηκαν μας έδειξαν ότι θα μπορούσε να έχει βρεθεί ο οποιοσδήποτε εκεί τυχαία εκείνη τη μέρα.
Πώς γίνεται να χάθηκε ένας νιόπαντρος από την Ιρλανδία στον μήνα του μέλιτός του, μία Πολωνή μητέρα με το παιδί της που είχαν έρθει για διακοπές στην Ελλάδα, μία μητέρα από την Κόρινθο που σταμάτησε στο Μάτι επιστρέφοντας από την Εύβοια, τα δίδυμα κορίτσια από την Αθήνα που νοίκιαζαν οι παππούδες τους εξοχικό στη Νέα Μάκρη, μία αγαπημένη ηθοποιός, οι γείτονές μου, η μαμά της φίλης μου, μία ολόκληρη οικογένεια που δε γνώριζα καν;
Γιατί ακόμα και όσοι δεν είχαν κάποια απώλεια και γλίτωσαν, κουβαλούν το συλλογικό τραύμα και την «ενοχή του επιζώντα». Πώς έτυχε λοιπόν εγώ, που είμαι από το Μάτι, να έχω φύγει νωρίτερα και να μην ξέρω πώς είναι να με κυνηγούν οι φλόγες, να μην είμαι στη θάλασσα να νιώσω να παγώνω μέσα το νερό, παρόλο που καιγόταν ο τόπος, μαζί με όλους όσοι περίμεναν απεγνωσμένα βοήθεια από κάποιο πλωτό, λίγα μόλις μέτρα από το λιμάνι της Ραφήνας, ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας;