Συνεπιμέλεια: Υποταγή και επανάσταση

Φωτογραφια αρθρογραφου

Τελικά τίποτα δε στοιχίζει περισσότερο στη ζωή από την απλότητα

Είναι κάποιες φορές που τα αυτονόητα αποδεικνύονται όχι και τόσο αυτονόητα.

Η αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου, μια προεκλογική δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει κριθεί απαραίτητη εδώ και πολλά χρόνια. 

Φυσικά, δε μιλάμε για κάτι απλό ή εύκολα διαχειρίσιμο. Δεν είναι τυχαίο (το αντίθετο) το ότι η συζήτηση άνοιξε πολύ πριν έρθει η φουρτουνιασμένη εποχή των μνημονίων το 2010, ωστόσο – για διάφορους λόγους – τελικά οι κυβερνήσεις πέντε πρωθυπουργών άφησαν  το θέμα στο πεδίο των συζητήσεων και των προθέσεων.

Συνεπιμέλεια: Όλες οι αλλαγές σε 11 ερωτήσεις και απαντήσεις

Οι φωνές για την ανάγκη εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου όλα αυτά τα χρόνια ήταν – δικαίως – έντονες και διαπεραστικές.

Το (απαρχαιωμένο πλέον) δίκαιο της δεκαετίας του 1980 αναμφίβολα «απάντησε» σε αιτήματα της και ανάγκες της εποχής. Η συμβολή των φεμινιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα ήταν καίρια για τις αλλαγές, που έφεραν τότε αυτό που σήμερα θεωρείται αυτονόητο: τη ρύθμιση των σχέσεων της οικογένειας με βάση την αρχή της ισότητας των φύλων. 

Η κακή νομολογιακή πρακτική, όμως, που ακολουθήθηκε, με δικαστικές αποφάσεις – φασόν, απέκλινε τερατωδώς  από τον στόχο του νομοθέτη, δημιουργώντας στις περιπτώσεις διαζυγίων ή διάσπασης της συμβίωσης, γονείς δύο ταχυτήτων.

Νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια: Τι αλλάζει στη σχέση γονιών - παιδιών

Χιλιάδες παιδιά μεγάλωσαν τις τελευταίες δεκαετίες με την απουσία τους ενός γονέα, παρά τη δική του θέλησή. Γονείς, που ήταν ισότιμοι μέσα στον γάμο, χωρίστηκαν σε πρωτεύοντες και δευτερεύοντες. Γονείς (πατέρες στην συντριπτική τους πλειοψηφία,  για λέμε το πραγματικό status quo), κοιμήθηκαν ως γονείς και ξύπνησαν ως επισκέπτες στη ζωή των παιδιών τους. Ακόμη χειρότερα, παιδιά εργαλειοποιήθηκαν και «θρήνησαν» εν ζωή τον ένα τους γονέα, καταλήγοντας να ζουν και να μεγαλώνουν εν τοις πράγμασι σε μονογονεϊκη οικογένεια,  λόγω απρόσωπων και «αποστειρωμένων» δικαστικών αποφάσεων.

Υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί ότι έχουν αλλάξει παντελώς οι συνθήκες στην ελληνική κοινωνία από το 1983; Ότι έχει αλλάξει ο ρόλος της μητέρας, όπως έχει αλλάξει και ο ρόλος του πατέρα; Ότι το στερεότυπο του ενός γονέα στο σπίτι με τα παιδιά και του άλλου γονέα να είναι απών και απλά προμηθευτής, είναι παρωχημένο και άδικο; Τέλος, ότι το θέμα είναι πιο επείγον από ποτέ, δεδομένου ότι ο αριθμός των διαζυγίων έχει εκτοξευτεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια;

Συνεπιμέλεια: Η εναλλασσόμενη κατοικία θα επηρεάσει τη ζωή των παιδιών;

Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, ένα τέτοιο θέμα να τύχει καθολικής υποστήριξης και αποδοχής. Αν υπάρχουν ζητήματα, που χωρούν σκληρή αντιπαράθεση (πολιτική και μη), σίγουρα ένα από αυτά δεν είναι το δικαίωμα του παιδιού να έχει στη ζωή του ισότιμα και ισόχρονα και τους δύο γονείς του, ανεξάρτητα από την πορεία των μεταξύ τους σχέσεων.

Τα όσα ακούστηκαν από αρνητές της επιτακτικής μεταρρύθμισης αυτές τις ημέρες στη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, ενός νομοσχεδίου που βάζει και πάλι στο επίκεντρο του οικογενειακού δικαίου το παιδί και τα δικαιώματά του, είναι τουλάχιστον λυπηρά και προσβλητικά για εκατομμύρια πολίτες. Ειδικά για τον Έλληνα πατέρα. Ας μη μπερδευόμαστε, ούτε να μασάμε τα λόγια μας. ΔΕΝ είναι σεβαστή κάθε γνώμη. Αυτό που είναι απόλυτα σεβαστό, πολλώ δε μάλλον στον Ναό της Δημοκρατίας, είναι το δικαίωμα του καθενός να την εκφράζει. Καμία συζήτηση δεν μπορεί να καρποφορήσει, αν η αφετηρία της θέτει υπό αμφισβήτηση θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα ή το αυτονόητο δικαίωμα του παιδιού για ισόρροπη επικοινωνία και με τους δύο γονείς του.

Δεν ήταν, όμως, η στάση της αντιπολίτευσης, αυτή που δημιούργησε τα μεγαλύτερα ερωτήματα. Αναρωτιέμαι πόσες γυναίκες θα ένιωσαν αμήχανα ακούγοντας φεμινιστικές οργανώσεις να μάχονται, όχι για να «υποχρεώσουν» τους μπαμπάδες να αναλάβουν ισότιμα τα καθήκοντα της γονεϊκής φροντίδας, αλλά για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη, και μάλιστα με έωλα επιχειρήματα. Ποιος θα περίμενε ότι κινήματα, που δίνουν διαχρονικά αγώνες για την ισότητα, θα επέλεγαν την «υποταγή» σε έμφυλα στερεότυπα περί «κακών και βίαιων μπαμπάδων» και «αδύναμων γυναικών»;

Δίχως αμφιβολία το νομοσχέδιο για το οικογενειακό δίκαιο δεν είναι τόσο τολμηρό όσο πιθανόν θα έπρεπε. Είναι, όμως, ένα τεράστιο πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο Κώστας Τσιάρας είναι ο πρώτος υπουργός Δικαιοσύνης εδώ και 15 χρόνια, που επέλεξε να μην παραδώσει στον επόμενο την «καυτή» πατάτα, ούτε να υποκύψει στις όποιες πιέσεις (συμφέροντα, κατά κάποιους) για να μη διορθωθούν λάθη, που έχουν γονατίσει ψυχολογικά, σωματικά και οικονομικά χιλιάδες γονείς. Έμεινε συνεπής στο «από κοινού και εξίσου» για την ανατροφή των παιδιών, στηρίζοντας μέχρι τέλους την «επανάσταση» του αυτονόητου, δηλαδή τη μη διάκριση των γονέων.

Έχοντας, φυσικά, τη στήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη, που ενστερνίζεται απόλυτα το υγιές πρότυπο των ισότιμων γονεϊκών πυλώνων και υποστηρίζει in actu την ισότητα, δίχως αστερίσκους ή περίεργα «ναι, μεν, αλλά…». Σε αντίθεση με (δυστυχώς, μονάχα κατ’ όνομα) προοδευτικές φωνές, που αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων.

Τα πράγματα είναι απλά. H υποχρέωσης της κοινής και ισότιμης επιμέλειας είναι βασικός παράγοντας ισορροπημένης και ολοκληρωμένης ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών. Τελικά, όμως, τίποτα δε στοιχίζει περισσότερο στη ζωή από την απλότητα.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top