Ευχαριστώ για «ΟΛΑ»

Φωτογραφια αρθρογραφου
Αρθρογράφος

Έσβησαν τα φώτα στο πλατό

Σεπτέμβριος του 2009. Αγίου Όρους 16. Η σύσκεψη ήταν για τις 14:00. Δεν ήξερα κανέναν. Περνάω την πόρτα. Στον πρώτο όροφο το «Πρώτο Θέμα». Στον δεύτερο το «ΟΛΑ». Πατάω το νούμερο 2 στο ασανσέρ. Ακόμα με θαυμάζω που δεν κατούρησα το παντελόνι μου (συγχωρείστε μου την έκφραση, αλλά κάντε αναλογία του ενθουσιασμού μου). Η ομάδα του ΟΛΑ μπροστά μου. Με αγκαλιά ανοιχτή για μένα. Για μένα! Απίστευτο μου φαινόταν, τι κι αν ξεκινούσα απλά μια πρακτική. 

Αλλά όταν σε θυμάσαι να βλέπεις «Πυρετό το Σαββατόβραδο» και το «ΟΛΑ» στα κρυφά από τη μαμά που φώναζε «έχεις σχολείο αύριο, κλείσε την τηλεόραση, δε θα ξυπνάς πάλι» και μετά βρίσκεσαι μέσα σε αυτό, ζεις κάτι τόσο… wow! Ένα όνειρο που δεν είναι όνειρο, γιατί είσαι ξύπνιος. Το ζεις!

Τις πρώτες εβδομάδες δεν τον είχα δει. Ήξερα πού είναι το γραφείο του. Περνούσα από έξω, πάντα με το άγχος: θα βγει; Δε θα βγει; Πώς να είναι από κοντά; Πρέπει να του μιλήσω; Τι να πω; Πρακτική κάνω, δε με ξέρει καν.

Μέχρι τη μέρα που τον πέτυχα έξω από το ασανσέρ. Οι δυο μας. Σκέφτηκα να κάνω ότι κάτι ξέχασα και να φύγω με ελαφρά, αλλά λέω «εντάξει, γιατί να γίνω ρεζίλι;». Βέβαια θα μου πεις όταν μου μίλησε και δεν κατάλαβα τι μου είπε κι απάντησα -λουσμένη από ιδρώτα- άλλα αντί άλλων, δεν έγινα; Ρητορική η ερώτηση. Ευτυχώς όταν με ρώτησε πώς με λένε, αυτό το είπα σωστά. 

Δέος. Μπροστά σε μια προσωπικότητα και παρουσία επιβλητική. Μια persona πολυσχιδή, έντονη, εκρηκτική, αυθεντική, αντισυμβατική, απαιτητική, αστεία, πληθωρική (μέσα κι έξω του). Τόσο σύνθετη, όσο κι απλή στη βάση της. Αν δεν είχα περάσει χρόνο μαζί του, ίσως να είχα την εικόνα που έχουν πολλοί. 

Ευτυχώς δεν έχω. Κι ακόμα πιο ευτυχώς, έχω πολλές στιγμές να θυμάμαι. Στιγμές που ίσως όταν τις ζεις, δεν καταλαβαίνεις, αλλά μετά... εκτιμάς. 

Την Τρίτη στις 21:30 ήταν η πρώτη φορά που με έκανε να κλάψω -χωρίς αυτό να συνοδεύεται από γέλιο. Μέχρι τότε είχα βιώσει μαζί του -ή εξαιτίας του- σχεδόν κάθε άλλο συναίσθημα: τα είχα "ακούσει" στο μοντάζ, είχα εκστασιαστεί που με κράτησαν στη δουλειά κι έβγαζα πλέον τα πρώτα μου χρήματα, τα είχα ξανακούσει γιατί κάτι είχε γίνει λάθος στο πλατό, σίγουρα είχα γελάσει πολύ, είχα ακούσει μπράβο, είχα ενθουσιαστεί που κατάφερα αυτό που είχε ζητήσει, είχα νιώσει αμήχανα με το καυστικό του χιούμορ, είχα άγχος να είμαι αντάξια των προσδοκιών του, είχα ανατριχιάσει, είχα κοκκινίσει -ούσα ψαρωμένη, είχα θυμώσει, όπως κάθε εργαζόμενος με τον εργοδότη του σε διάφορες φάσεις, είχα νιώσει σαν στο σπίτι μου, είχα νιώσει θαλπωρή, προστασία, αγάπη. Κι είχα γελάσει, το είπα; Ναι οκ, το παρα-είπα, αλλά είναι και που μας το παρα-προκαλούσε. Μέχρι δακρύων. 

Η αλήθεια είναι ότι πάντα εκτιμούσα τα «μυαλά». Αλλά η συνύπαρξη, η συναναστροφή, η συνεργασία με τον Θέμο Αναστασιάδη -και τον Βαγγέλη Περρή- για 6 τηλεοπτικές σεζόν παρα-ανέβασαν τον πήχη.

Μέσα στα χρόνια αυτά, κατάφερα να βγάζω μέχρι και τα γράμματά του, που αν τα έβλεπες θα καταλάβαινες τον άθλο.

Σπάνιος άνθρωπος. Σπάνιος. Άνθρωπος. Γιατί νοιαζόταν για όλους κι όλα. Κι ας φαινόταν σκληρός. Σαν το σκυλί της παροιμίας που γαβγίζει.

Γιατί δεν είχε μόνο ανοιχτά μάτια, αλλά κι αγκαλιά κι αυτιά. Και καρδιά.

Αν δεν ήταν, δε θα ήμουν. Και θα χρωστάω για πάντα. Μια αγκαλιά σαν αυτή που μου άνοιξε και με έβαλε στη δεύτερη «οικογένειά» του. Κι ένα ευχαριστώ. Ουσιαστικό.

Τα παιδιά παίρνουν χαρακτηριστικά από τον μπαμπά τους. Εν προκειμένω «τηλεοπτικός». Οξυδέρκεια, αυτοσαρκασμός, καυστικότητα, διαφορετική ματιά στον κόσμο, πείσμα, αποφασιστικότητα, ευστροφία και 100 ακόμα.

Αυτό είναι το ρίσκο του να μη μοιάζεις με κανέναν και να είσαι μοναδικός. Όταν φεύγεις; Τότε τι; 

Αντίο Θέμο,

Η τυχερή που ξεκίνησα δίπλα σου

Κάσσι

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top