Έφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος, το βράδυ της Τρίτης 21 Οκτωβρίου, στα 81 του χρόνια.
Ο σπουδαίος τραγουδοποιός νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες, καθώς η κατάσταση της υγείας του είχε επιδεινωθεί. Θυμίζουμε ότι από το 2021 ο Διονύσης Σαββόπουλος έδινε τη δική του μάχη με τον καρκίνο.
Διονύσης Σαββόπουλος: Η τελευταία δημόσια εμφάνιση με τη σύζυγό του
Ο θάνατός του βύθισε στο πένθος τον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας.
Πολιτικοί, καλλιτέχνες και άνθρωποι του πνεύματος τον αποχαιρετούν με συγκίνηση, τιμώντας τη σπουδαία παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του.
Το δικό της αποχαιρετιστήριο μήνυμα έστειλε η Ελευθερία Αρβανιτάκη με την οποία είχε συνεργαστεί πολλές φορές. «Διονύση μου δεν μπορώ να το συνειδητοποιήσω, πονάει ο χαμός σου. Σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, για την μαγεία που ζήσαμε, για όλα όσα μου έδωσες, για όλα όσα μου έμαθες. Αντίο ήρωά μου, αντίο μάγε της σκηνής, αντίο σπουδαίε δημιουργέ. Το έργο σου στα τιμαλφή του πολιτισμού μας και σίγουρα στα δικά μου τιμαλφή», έγραψε σε ανάρτησή της στο Facebook.
Διονύσης Σαββόπουλος: Η ανακοίνωση της οικογένειας για τον θάνατό του
Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη που επίσης είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Διονύση Σαββόπουλο, θέλησε να τον αποχαιρετήσει δημοσίως με μία συγκλονιστική ανάρτηση.
Όπως εξομολογήθηκε η τραγουδίστρια πληροφορήθηκε, τον θάνατο του μόλις έφτασε στον Καναδά.
«Διονύση μου, καλλιτέχνη μου…
Τι βόμβα έσκασε στην ψυχή μου μόλις προσγειώθηκα στον Καναδά…
Α-πί-στευ-το…
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Τις παραστάσεις μας στην Πλάκα,
τη «Ρεζέρβα», τα τραγούδια της,
το στούντιο, τις πρόβες, τις συζητήσεις,
το «Μυστικό Τοπίο» στο Μέγαρο,
την πρώτη εθελοντική συναυλία για το 2004 και την τελετή λήξης,
το δημόσιο «ευχαριστώ» σου για τη συναυλία του φορτηγού στην καραντίνα (που κατάλαβες αμέσως γιατί το έκανα) —
κι ήσουν ο ΜΟΝΟΣ, με θάρρος, απ’ όλο τον καλλιτεχνικό «κόσμο» που πήρε θέση.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φωνή σου,
τις συμβουλές σου,
το τεράστιο χιούμορ σου,
την αστείρευτη εξυπνάδα σου,
το πηγαίο ταλέντο σου,
τα μοναδικά σου τραγούδια που στολίζουν τις συναυλίες μας…
Άφησες τεράστια παρακαταθήκη.
Σε ευχαριστώ για ό,τι έζησα μαζί σου — κόσμημα στην ψυχή μου.
Λυπάμαι αφάνταστα που δεν θα σε αποχαιρετήσω…
ούτως ή άλλως, δεν μου άρεσαν ποτέ οι αποχαιρετισμοί με κόσμο.
Θα ζεις στην καρδιά μου,
σαν το παράπονο στη φράση:
«Εδώ και τώρα…»
Διονύση μου αγαπημένε,
Νιόνιο μου…
Κι έτσι, ας καίνε οι λαμπάδες στα μονοπάτια στα βουνά,
κι εσύ πάντα θα επιστρέφεις — κάθε στιγμή — ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ.
Άδεια μου αγκαλιά…», έγραψε.
Κι ο Γιώργος Θεοφάνους θέλησε να αποχαιρετήσει τον σπουδαίο τραγουδοποιό και συνθέτη, δημοσιεύοντας στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram ένα στιγμιότυπο, με τους δυο τους καθισμένους σε ένα σαλόνι, να καπνίζουν και να απολαμβάνουν τον καφέ τους.
Διονύσης Σαββόπουλος: Η συνταρακτική εξομολόγηση για τη μάχη με τον καρκίνο
«Ευχαριστώ δάσκαλε για τις πρώτες κουβέντες και συμβουλές, όταν με δέχτηκες στο σπίτι σου την άνοιξη του '87. Οι ουρανοί απόψε φωνάζουν "ζήτω το ελληνικό τραγούδι"», έγραψε στη λεζάντα που συνόδευσε την ανάρτησή του.
Τη δική του συγκινητική ανάρτηση έκανε κι ο Μιχάλης Χατζηγιάννης.
«Σήμερα σιωπά μια από τις πιο ιδιαίτερες και γενναίες φωνές του τόπου μας.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας δημιουργός που δεν ακολούθησε την εποχή του, τη διαμόρφωσε. Με λέξεις που χάραζαν μνήμες, με μουσικές που γίνονταν συλλογικά βιώματα, με αλήθειες που τολμούσαν να ειπωθούν όταν όλοι σιωπούσαν.
Τα τραγούδια του δεν ήταν απλώς νότες, ήταν καθρέφτες της κοινωνίας μας, του φωτός και του σκοταδιού μας. Μια πορεία γεμάτη τόλμη, ποίηση, χιούμορ, ευαισθησία και πνευματική ελευθερία. Για δεκαετίες, συντρόφεψε γενιές, άνοιξε δρόμους και ένωσε ανθρώπους μέσα από την τέχνη και τον λόγο του.
Τον αποχαιρετούμε με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Για όσα πρόσφερε. Για όσα τόλμησε. Για όσα θα μείνουν και θα συνεχίσουν να μας μιλούν.
Καλό ταξίδι. Οι χοροί θα κρατήσουν για να σε θυμίζουν πάντα», έγραψε ο τραγουδιστής και συνθέτης.
Ο Φοίβος Δεληβοριάς σε μια κατάθεση ψυχής εξομολογήθηκε πως όσο και να ήταν προετοιμασμένος για αυτό το «φευγιό» στην πραγματικότητα ήταν εντελώς απροετοίμαστος και πως στον Διονύση Σαββόπουλο με τον οποίο είχαν συνεργαστεί χρωστά όλο του τον εαυτό.
«Αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να μου δώσεις». Γιατί μπορεί να προετοιμαζόμουν καιρό γι’ αυτή την αναχώρηση -τις τελευταίες μέρες κιόλας την αισθανόμουν κάτω από κάθε βήμα που άκουγα- να όμως που ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Κάθομαι, λοιπόν -με την καρδιά μου να «αιμορραγεί σαν τον ουρανό»- να βγάλω λίγο από το χρέος, να αγγίξω λίγη από την ομορφιά, να νιώσω κάτι απ’ την πληγή, ν’ αφουγκραστώ λιγάκι απ’ την μεγάλη γιορτή που σε τόσα τραγούδια του ονειρεύτηκε. Αυτήν που «ο Όλιβερ Τουίστ και ο Αδόλφος», «ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ και ένας hippie», «η Παρθένα και ο Σατανάς» «πίνουν από το ίδιο το ποτήρι» και «πετούν αγκαλιασμένοι μακριά».
Ο Σαββόπουλος μας περιείχε όλους. Είπε ένα τραγούδι για τον καθέναν από μας. Αν αισθάνθηκαν κάποιοι άνθρωποι προδομένοι από κείνον, ήταν επειδή ήταν τόσο σίγουροι ότι τραγουδάει για κείνους μόνο –και, έκπληκτοι, την επόμενη μέρα, ανακάλυπταν πως το επόμενο τραγούδι του μιλούσε και για τον διπλανό τους, τον αντίθετό τους.
Παρέες παιδιών του 114, παρέες ροκάδων, γενναίοι του αντιδικτατορικού αγώνα, αριστεροί και πληγωμένοι απ’ την αριστερά, ιερείς, αποσυνάγωγοι του ’70 και φλώροι του ‘90, όλοι λίγο-πολύ (χώρια όμως ο ένας απ’ τον άλλον) περπάτησαν μια νύχτα μέχρι το ξημέρωμα, αναλύοντας κάποιον στίχο του, ταυτιζόμενοι ή διαφωνώντας με μιαν επιλογή του, αγγίζοντας για μια στιγμή το νόημα που πάντα υποψιάζονταν από μικροί, εκείνος όμως τους το είχε κάνει τόσο άμεσο.
Γιατί τι πιο άμεσο απ’ το «Φορτηγό», το «Περιβόλι», το «Βρώμικο Ψωμί», τους «Αχαρνής» και τη «Ρεζέρβα» και τα «Τραπεζάκια»; Όλα πράγματα σύνθετα και απρόσιτα, δύσκολα σαν τον τραυλό στον «Μπάλλο», σαν το «παραλήρημα της χώρας σου που αυξάνει» στο «Μυστικό Τοπίο», σαν τα ανάποδα φλάουτα στην «Μαύρη Θάλασσα», σαν τα ακόρντα και τα στοιχειωμένα στιχουργικά μέτρα στο «Μακρύ Ζεϊμπέκικο». Κι όμως, όλα να χτυπάνε κατ’ ευθείαν κέντρο. Ποιητικό κέντρο, μουσικό κέντρο, φιλοσοφικό, πνευματικό. Ανθρώπινο και πέρα από τον άνθρωπο.
Ένα ιερό αμφίβιο είναι το έργο του Σαββόπουλου, κάτι που ακουμπούσε και στην εδώ ζωή και στην επέκεινα. Κι αυτός ένας κανονικός τρελός, ο πιο τρελός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ, ένας απρόσιτος με μάτια που δεν έβλεπαν εδώ, έτοιμος κάθε στιγμή να καταστρέψει τη ζωή, να τη ρεζιλέψει και να τη χάσει μέσα από τα χέρια του, για να τη λατρέψει το ίδιο βράδυ στη σκηνή, με ένα δόσιμο ακαταμάχητης τρυφερότητας και πάθους.
Είχα την περίεργη τύχη, 15χρονος, να δω την απόλυτη, σκληρή απογύμνωση και διαπόμπευσή του στο «Κούρεμα» στο ΖΟΟΜ της Πλάκας. Κόσμος ελάχιστος, ορκισμένων πρώην θαυμαστών του, που του πετούσε δεκάρικα και τον έβριζε, ενώ εκείνος, κουρεμένος, με μια εικόνα μέσου ανθρώπου περιέργως αποκρουστική στο ερωτευμένο με την τέχνη του ασυνείδητό μας, τραγουδούσε το «Εμείς του ‘60» και τους «Κωλοέλληνες» και έβαζε την Αρβανιτάκη με δυο όργανα να λέει αμέσως μετά το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι».
Εκεί τον αγάπησα ακόμα πιο πολύ, δεν αισθάνθηκα καμιά «προδοσία» στην συμπεριφορά του. Αντίθετα, αισθάνθηκα μιαν αποτρόπαιη τιμιότητα. Έδειχνε στους ανθρώπους του ποιος ήταν και ποιος είχε γίνει, ποιοι ήταν στο όνειρό τους και ποιοι ήταν στον καθρέφτη τους. Και δεν ήταν καθόλου ωραίο αυτό. Κυρίως γιατί μέσα στην βίαιη αυτή πράξη τα τραγούδια του είχαν γίνει λίγο σα δηλώσεις, σαν εκθέσεις ιδεών, μέσα σε όλα όσα είχε «κουρέψει» ήταν η ποιητική του απόλυτη ελευθερία.
Κι όμως και μέσα στο ύστερο έργο του, αυτό που έπεται του περίεργου αυτού «αποχαιρετισμού» στον νεανικό εαυτό του, υπάρχουν στιγμές που δεν γίνεται να συγκριθούν με τίποτε άλλο, κανενός άλλου. Η πρόζα στον «Μονομάχο», το «Φως στις 10 το πρωί» , ο «Χρονοποιός». Καθαρόαιμα, ουρανοπρεπή αριστουργήματα. Και φυσικά, καθόλου αταίριαστα με τη θυσία του.
Από μιαν άλλη «ευλογία που αγνοώ» τον έζησα πολύ κι από κοντά. Δουλέψαμε μαζί ολόκληρες σεζόν, μικρός συνοδοιπόρος του εγώ το ’96 στη «Σφεντόνα» και στην καλοκαιρινή του περιοδεία, καλεσμένος μου κι αυτός 3 σεζόν στην «Ταράτσα». Την 2η μάλιστα σεζόν του έδωσα τον χώρο για 6 Δευτέρες για να κάνει ό,τι πιο δικό του ήθελε. Μου λέει «Θα κάνω ό,τι πιο δικό μου: θα πω τραγούδια άλλων. Πάντα ήθελα να ήμουνα οι άλλοι. Ήταν όπως εγώ, αλλά ωραίοι». Κι έκανε ένα πρόγραμμα πραγματικά συγκινητικό, όπου τραγούδησε από Μάρκο σε Μίκη κι από Κραουνάκη σε Μάλαμα και Παπακωνσταντίνου με μια δική του, βραχνιασμένη παιδικότητα. «Όλα εκείνα που αγαπώ ειν’ αλλονών κι αλλιώς φαντάζουν».
Κι όμως , εμείς που γράψαμε ύστερα απ’ αυτόν, μάθαμε ότι είμαστε οι εαυτοί μας μέσα απ’ τα δικά του τραγούδια. Ήταν σαν κι αυτούς τους gamers που έχουνε φτάσει το παιχνίδι ως το τέλος και συναντάς τα χνάρια τους σε κάθε πίστα, και τους ρωτάς κάθε φορά πώς τα κατάφεραν. Όταν τον ρωτούσα, γινόταν ξαφνικά παιδί. Ήθελε, αίφνης, να μου τα χαρίσει όλα. Και πιστεύω το ίδιο θα έζησαν κι ένα σωρό «νεοι κανταδόροι», όπως υπέροχα αποκαλούσε τους νεαρούς συντρόφους του στους «Αχαρνής».
Διαφώνησα μαζί του; Μα φυσικά, πολλές φορές, όπως με όλους τους ανθρώπους που αγάπησα. Πολλά πράγματα στα οποία εκείνος έβλεπε μια ελπίδα, εγώ τα έβρισκα δυσοίωνα, κουμπωνόμουν. Δεν διανοήθηκα, όμως, ποτέ να τον κανιβαλίσω. Γιατί ήταν μια ιδιοφυία, ένας αληθινός καλλιτέχνης που έλεγε τη γνώμη του, πληρώνοντας το κόστος με τον ίδιο του τον θρόνο. Και γιατί το έργο του, το φωτεινό του έργο, δεν ήταν και δεν είναι μια εφήμερη γνώμη, δικιά του ή δικιά μας. Ήταν βγαλμένο απ’ το αίμα της καρδιάς, απ’ τον «ουρανό που αιμορραγεί» και «μας αθωώνει».
Έτυχε πριν δυο μέρες να αναρτήσω εδώ ένα κείμενο για τα 100χρονα του Μάνου Χατζιδάκι. Να, λοιπόν, που ο πανδαμάτωρ χρόνος με κάνει να αναρτώ δίπλα του ακριβώς ένα κείμενο για κείνον. Και είναι τόσο ωραία ταιριαστό να τους βλέπω ξανά δίπλα-δίπλα, τον έναν πλάϊ στον άλλον, όπως τους είδα κάποτε και ζωντανά. Και αυτή η κοινή ζωή που ένωσε κι εμένανε κι εσάς μ’αυτούς τους δύο και μ’όλους τους άλλους κρίκους της «χρυσής αλυσίδας» της μεταπολεμικής Ελλάδας, είναι αυτή που θα μου δώσει καύσιμα και για την υπόλοιπη ζωή, με τα σκοτάδια που μας κυκλώνουν, αυτά της ύπαρξης κι αυτά του πλανήτη, που ξεφορτώνεται τόσο εύκολα ό,τι τον έκανε για λίγο φωτεινό. Κι όμως, για να δανειστώ ξανά τα δικά του λόγια, «θα βρεθούμε κάποτε ξανά, με τα ίδια αυτά σώματα, με τα ίδια χαμόγελα», στο ίδιο τραπέζι, στο ίδιο περιβόλι. Και ο Διονύσης θα μας περιμένει εκεί, λυτρωμένος από τα βάρη της αρρώστιας μας, να «σμίξει παλιές κι αναμμένες τροχιές με το ροκ του μέλλοντός μας». Γεια σου, ακριβέ κι αγαπημένε μου. Θα σου χρωστώ για πάντα όλο τον εαυτό μου –κι αυτόν που λέω πως έχω κι εκείνον που δεν ξέρω ακόμα».
Διονύσης Σαββόπουλος: Το μήνυμα της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, για τον θάνατο του σπουδαίου τραγουδοποιού
Το δικό της μήνυμα για τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου έστειλε η Λίνα Μενδώνη. Η υπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε στην απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος σύμφωνα με την ίδια «χαρτογράφησε την πατρίδα μας και τους ανθρώπους της και μας διαμόρφωσε με τα τραγούδια του, την ποίησή του, τις καθηλωτικές κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις του».
«Οι Έλληνες θρηνούν την απώλεια του Διονύση Σαββόπουλου, του μέγιστου τραγουδοποιού μας, ενός από τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς της σύγχρονης Ελλάδας, ενός ελεύθερου, αληθινού δημιουργικού πνεύματος. Για τον Διονύση Σαββόπουλο, η απολύτως τετριμμένη φράση "περί μεγάλης απώλειας", ισχύει στο ακέραιο. Και τα λόγια μας μπροστά στη συμβολή του όχι μόνο στον πολιτισμό μας, αλλά στην ίδια την αυτοεικόνα μας, είναι απελπιστικά φτωχά.
Γιατί ο Διονύσης δεν υπήρξε μόνο ο εμπνευσμένος βάρδος, με την αστείρευτη ποιητική φλέβα, ούτε ο αξεπέραστος ερμηνευτής. Με τη μουσική του, τον στίχο του, τη σκηνική του παρουσία, αλλά και την καθηλωτική του αφήγηση, δια ζώσης ή στο χαρτί, εξέφρασε, διαχρονικά, τις ατομικές αναζητήσεις μας, τις συλλογικές μας τάσεις, αλλά και ανατάσεις που χρειαζόμαστε. Δεν έμεινε, στην έκφρασή τους, ως μετεωρικός και σπάνιος δημιουργός. Χαρτογράφησε την πατρίδα μας και τους ανθρώπους της.
Μας διαμόρφωσε με τα τραγούδια του, την ποίησή του, τις καθηλωτικές κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις του. Ίσως περισσότερο από όλα, κινούμενος διαρκώς μεταξύ παράδοσης και νεωτερικής ματιάς, μας επανασύστησε μια οικεία μορφή του εαυτού μας και ανανοηματοδότησε την παράδοσή μας, καλώντας μας στη συλλογική ελληνική γιορτή, σε χορούς κυκλωτικούς "και άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς", για να ανταμώνουμε φίλοι και συνοδοιπόροι.
Στα χρόνια που έτρεξαν χύμα, ο Σαββόπουλος έδωσε μοναδικό και ανεξίτηλο στον χρόνο σχήμα. Είναι μεγάλη μου η θλίψη ότι αποχαιρετώ έναν Έλληνα δημιουργό του δικού του μεγέθους, με λόγια που δεν περιγράφουν ούτε την αξία του, ούτε την προσφορά του για το κτίσιμο της Νέας Ελλάδας. Θα μείνει, εις τον αιώνα, παρών. Όχι μόνο από την εξαίσια ποιητική μουσική δημιουργία του αλλά και την αστείρευτη αγάπη του για την πατρίδα.
Προσωπικά αποχαιρετώ έναν πολύτιμο φίλο, ένα μοναδικό άνθρωπο. Στην οικογένειά του, στην αγαπητή μου Άσπα, στα παιδιά του, τον Κορνήλιο και το Ρωμανό και στα εγγόνια του, στους αμέτρητους φίλους του, απευθύνω τα πιο ειλικρινή μου συλλυπητήρια».
Διαβάστε όλα τα lifestyle νεα, για Celebrities και Media.