Συγκινεί το άρθρο του γνωστού συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη στην «Καθημερινή», στο οποίο αποκαλύπτει ότι θα ψηφίσει «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα της Κυριακής «για να κρατήσει την Ελλάδα όρθια» αλλά και γιατί «δεν θέλει να παραδώσει στην κόρη του ένα ερείπιο».
«Στα τριάντα χρόνια που υπηρετώ με όσες δημιουργικές δυνάμεις διαθέτω την τέχνη μου, έχω μάθει ότι ο συγγραφέας οφείλει να εργάζεται νηφάλιος. Πρέπει να αφομοιώνει πρώτα τις συγκινήσεις που του δίνει η ζωή. Να μεταβολίζει τις εμπειρίες του, θαυμάσιες ή φρικτές. Κι έπειτα να τις κάνει έργο.
Σήμερα είναι η πρώτη φορά που γράφω εν θερμώ, συγκλονισμένος από τα γεγονότα, πασχίζοντας να διαφυλάξω –σαν φλογίτσα που τρεμοσβήνει– την ψύχραιμη κρίση μου.
Γεννήθηκα το 1966 στο κέντρο της Αθήνας, σε μιαν Ελλάδα που αναπτυσσόταν ταχύτατα –ίσως στρεβλά, πάντως ταχύτατα– και αγωνιζόταν να επουλώσει τα εμφυλιοπολεμικά της τραύματα. Ώσπου, μιαν 21η Απριλίου, κάθε κουβέντα για εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, πνίγηκε από το μουγκρητό των τανκς.
Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Θυμάμαι το πουλί της Χούντας να ασχημαίνει τα δημόσια κτίρια και τα σχολικά βιβλία. Θυμάμαι ρήτορες με μακρύ νυχάκι και με στριγκιά φωνή να αγορεύουν για τα πεπρωμένα της φυλής, για την τόσο ένδοξη και τόσο μοναχική πορεία του Ελληνισμού ανά τους αιώνες.
Στην πρώτη Δημοτικού επισκέφθηκα τον αριστερό αγωνιστή παππού μου στις Φυλακές Ωρωπού. «Να διαβάζεις τα μαθήματά σου», μου είπε. «Να είσαι άριστος στο σχολείο. Να μάθεις γλώσσες, για να ταξιδεύεις και να μιλάς με τους ξένους…».
Το ταξίδι στο εξωτερικό αποτελούσε τότε για εμάς ένα μακρινό –κι άπιαστο ενδεχομένως– όνειρο. Απαιτούσε να αλλάξεις τις δραχμές σου, οι οποίες διαρκώς υποτιμούνταν λόγω του πληθωρισμού, με σκληρό συνάλλαγμα. Για την αγορά μιας τηλεόρασης, ενός στερεοφωνικού, πόσω δε μάλλον ενός αυτοκινήτου, ένα αστικό νοικοκυριό έπρεπε να αποταμιεύει επί μήνες ή και χρόνια. «Η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα», μας έλεγαν οι μεγάλοι, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Μυριάδες οικογένειες συντηρούνταν από τα εμβάσματα των ναυτικών και των μεταναστών, που έτρωγαν τα νιάτα τους στα εργοστάσια της Γερμανίας και στα ανθρακορυχεία του Βελγίου.
Οι νεότεροί μου, ακόμη και όσοι γεννήθηκαν μια μόλις δεκαετία ύστερα από εμένα, δεν τα θυμούνται όλα αυτά. Πιθανόν οι γονείς του να μην τους τα έχουν καν διηγηθεί – οι άνθρωποι συχνά απωθούν τις μίζερες αναμνήσεις. Οι νεότεροί μου μεγάλωσαν σε μια κοινωνία υπεράφθονη σε αγαθά και προσλαμβάνουσες. Μια κοινωνία επιδοτούμενη με καταστροφική –όπως πλέον διαπιστώνουμε– γενναιοδωρία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πήγαν, από βρέφη κιόλας, διακοπές στα νησιά. Απέκτησαν στην πρώτη νιότη τους κομπιούτερ και κινητό. Γύρισαν με το πρόγραμμα Interail, με το τρένο, την Ευρώπη. Σπούδασαν στα πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Αγγλίας, πληρώνοντας τα ίδια –συμβολικά συνήθως– δίδακτρα με τους ντόπιους φοιτητές. Γλέντησαν μέχρι κορεσμού τη χαρισάμενη μεταπολίτευση.