Οι δύο παραπάνω κατηγορίες, δηλαδή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) και όσα κρίνεται ότι δεν μπορούν να εξοφληθούν, συναποτελούν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs), τα οποία ανήλθαν τον Δεκέμβριο του 2014 (πρώτη φορά που καταμετρήθηκαν) στο 39,9%, για να φθάσουν στο α' τρίµηνο του 2015 στο 40,8% επί του συνόλου των χορηγήσεων. Το ύψος τους, δηλαδή, ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ (σ.σ. περίπου 108 δις ευρώ).
Από τα παραπάνω δάνεια περίπου τα μισά έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα να είναι πλέον απαιτητό το σύνολο του δανείου. Για το 59%, όμως, του αριθμού των δανείων που καταγγέλθηκαν (σ.σ αντιστοιχεί στο 23% των δανειακών υπολοίπων) οι τράπεζες δεν έχουν προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες. Το µεγαλύτερο µέρος των υποθέσεων βρίσκεται στο στάδιο της διαγνωστικής διαδικασίας και της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ένα στα τέσσερα δάνεια ανήκει στην κατηγορία όσων δεν θεωρείται πιθανή η εξόφλησή τους ("unlikely to pay"), ενώ το 7% από όσα δεν έχουν καταγγελθεί βρίσκεται σε καθυστέρηση για περίοδο τουλάχιστον τριών ετών!!
Από τις επιµέρους κατηγορίες δανείων, το υψηλότερο ποσοστό µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων καταγράφεται στα καταναλωτικά δάνεια (51,3%) και ακολουθούν τα επιχειρηµατικά (39,8%) και τα στεγαστικά (35,6%).
Επισηµαίνεται ότι στην κατηγορία των επιχειρηµατικών δανείων υψηλότερο ποσοστό µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων καταγράφεται στην υποκατηγορία των δανείων προς Ελεύθερους Επαγγελµατίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις (63%) και των δανείων προς Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις (54%)
Οι κλάδοι που εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων είναι το Εμπόριο (54% των δανείων του κλάδου), οι Κατασκευές (49%) και η Βιομηχανία 47,8% (λοπου πρωταγωνιστεί η Κλωστοϋφαντουργία με 71%).