Λήδα Αναγνωστάκη: «Όλα όσα πρέπει να πούμε στα παιδιά για το sex»

Πώς θα τα προστατεύσουμε από την παιδική κακοποίηση;

Λήδα Αναγνωστάκη

Η  Λήδα Αναγνωστάκη, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιών και Εφήβων μιλάει στο star.gr και τη Γεωργία Χάρδα για όσα πρέπει να πούμε στα παιδιά  για το sex και για το πώς να τα προστατεύσουμε από τη σεξουαλική κακοποίηση. Πρόκειται για ένα σημαντικό συλλογικό έργο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός. Με απλή και κατανοητή γλώσσα βοηθάει γονείς και φροντιστές  να εξοικειωθούν με τα θέματα της έκφρασης της παιδικής σεξουαλικότητας. Προσφέρει επίσης ενημέρωση πάνω στα θέματα της παραβίασης του παιδικού σώματος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση. 

10 συναρπαστικά αναγνώσματα για τους εραστές της λογοτεχνίας

-Γιατί κυρία Αναγνωστάκη η παιδική και εφηβική σεξουαλικότητα προκαλεί τόση αγωνία στους γονείς; 

 

Είναι ένα θέμα που αναντίρρητα δυσκολεύει (μάλιστα αυτός ήταν και ο λόγος που μας οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου!) Για πολλά χρόνια, άλλωστε, το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα ήταν κάτι που δεν περνούσε από το μυαλό των ενηλίκων (έχουμε την αίσθηση ότι ακόμα δεν περνά από το μυαλό πολλών). Στη δική μας γλώσσα ο λόγος για αυτό είναι οι ψυχικές αντιστάσεις. Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία έχουν σεξουαλικές επιθυμίες που αφορούν τα άτομα της οικογένειάς τους (φανταζόμαστε ότι οι περισσότεροι/ες έχουμε ακούσει το περίφημο Οιδιπόδειο: έχουμε ακούσει αγοράκια να δηλώνουν ότι θα παντρευτούν τη μαμά τους ή μικρά κοριτσάκια «φλερτάρουν» με τον μπαμπά τους). Προφανώς, ωστόσο, αυτές οι σχέσεις είναι απαγορευμένες, αποτελούν «ταμπού», και ως εκ τούτου καθώς μεγαλώνει το παιδί αρχίζουν να προκαλούν ενοχή -πολύ σύντομα, δε, τα παιδιά τις «απωθούν». Αλλά το αποτύπωμα αυτών των σκέψεων δεν σβήνει: συνεχίζει να υπάρχει και είναι μάλλον αυτό που προκαλεί τη δυσκολία και την αγωνία των ενηλίκων να διαχειριστούν αυτά τα θέματα. Οι ενήλικες «ξεχνάνε» ότι και αυτοί/ες μικροί/ες είχαν ενδιαφέρον για το γυμνό σώμα και μπορεί να είχαν παίξει και εκείνοι/ες «τον γιατρό». Κατά συνέπεια αγωνιούν αν το ενδιαφέρον των παιδιών τους για την σεξουαλικότητα είναι «φυσιολογικό»: οι ίδιοι/ες δεν θέλουν να ομολογήσουν στον εαυτό τους ότι και οι ίδιοι/ες ως παιδιά είχαν αυτό το ενδιαφέρον. Αυτό το θέμα ανακινεί μέσα τους έντονα συναισθήματα ντροπής και ενοχής.  

Ελένη Καραγιάννη: «Η λύπη μας συμφιλιώνει με την πραγματικότητα»

-Όταν τα παιδιά ρωτούν πώς ήρθαν στον κόσμο συχνά οι γονείς δεν βρίσκουν τις σωστές λέξεις. Γιατί τους δημιουργεί τόση αμηχανία αυτή η ερώτηση; 

 Η «απώθηση» των δικών μας παιδικών σεξουαλικών σκέψεων συνήθως βρίσκεται πίσω από την αγωνία μας να μην «πονηρέψουμε» τα παιδιά (ως εάν η σεξουαλική πράξη είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε), και κατ’ επέκταση από τη δυσκολία μας να βρούμε λέξεις/φράσεις για να μιλήσουμε στα παιδιά για το πώς ήρθαν στον κόσμο. Η δική μου προτροπή: αρχικά να σκεφτούμε τι μας δυσκολεύει. Στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να πούμε για τη ιστορία του κάθε παιδιού με απλά και κατανοητά λόγια, περιγράφοντας την ιστορία αγάπης που το έφερε στη ζωή.   

  

-Τι είναι αυτό που εμποδίζει τους γονείς να μιλήσουν με απλά λόγια για τη σεξουαλική πράξη ως μια φυσιολογική σωματική και συναισθηματική λειτουργία;  

 

Όπως προείπα: οι δικές μας ψυχικές αντιστάσεις. Θεωρούμε ότι η «αγνότητα» της παιδικής ηλικίας δεν συνδέεται με τη σεξουαλικότητα. Και εκεί μπερδευόμαστε, ντρεπόμαστε και τα «μπουρδουκλώνουμε», μεταφέροντας στα παιδιά το μήνυμα ότι το σεξ είναι κάτι που δεν συζητιέται, παρά μόνο κρυφά και μυστικά. Καταλαβαίνουμε ασφαλώς ότι με αυτό τον τρόπο, καταφέρνουμε το αντίθετο από αυτό που επιδιώκουμε: να προστατεύσουμε τα παιδιά και να τα βοηθήσουμε να έχουν μία υγιή, σφαιρική ανάπτυξη (που περιλαμβάνει και τη σεξουαλική ανάπτυξη). Να κάνω εδώ μία σημαντική διευκρίνηση (για αποφυγή παρεξηγήσεων): Οι παιδικές σεξουαλικές επιθυμίες και φαντασιώσεις δεν είναι αυτές των ενηλίκων. Τα παιδιά έχουν εντελώς άλλο τρόπο να κατανοούν τη σεξουαλικότητα. Μπορεί να έχουν την υποψία ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα σε ένα ερωτικό ζευγάρι (κάτι που εμπλέκει/αφορά και τα σώματα), αλλά δεν έχουν την κατανόηση και την εικόνα που εμείς οι ενήλικοι έχουμε για αυτό. Ακόμα και όταν (πράγμα που ασφαλώς προτείνεται) τα παιδιά ενημερωθούν με ευαίσθητο τρόπο από τους φροντιστές τους για το πώς «έρχονται τα μωρά στον κόσμο», δεν σημαίνει ότι κατανοούν τη σεξουαλικότητα όπως τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Το στάδιο της «ενήλικης σεξουαλικότητας» αναδύεται στην εφηβεία, όταν πλέον και το σώμα είναι αντίστοιχα ικανό. Η σεξουαλικότητα των παιδιών αναγνωρίζεται ως αυτό που είναι: παιδική σεξουαλικότητα που έχει τα δικά της πολύ διακριτά όρια και χαρακτηριστικά.   

Γ. Κατσίκης: Οδοιπορικό στην Γερμανία του Σήμερα και του Χθες

βιβλίο Λήδας Αναγνωστάκη

Λήδα Αναγνωστάκη: «Ένας γονιός όταν αισθάνεται ότι δυσκολεύεται, να αναζητήσει τη βοήθεια των ειδικών. Επικροτώ, δε, τους γονείς που αναγνωρίζουν τις όποιες αδυναμίες τους (ή τα τυφλά σημεία τους) και επιδιώκουν να λύσουν αυτά τα θέματα και να χτίσουν μία όσο το δυνατόν πιο ανέφελη σχέση με τα παιδιά τους» 

 

-Αν ένας γονιός δεν ξέρει τι  να απαντήσει στις ερωτήσεις του παιδιού του για το σεξ τι τον συμβουλεύετε να κάνει; 

 

Είναι πολύ λογικό να μην έχουμε έτοιμες απαντήσεις για όλα. Όλοι/ες μπορεί να βρεθούμε μπροστά σε μία ερώτηση όπου θα χρειαστούμε λίγο χρόνο παραπάνω για να απαντήσουμε. Και μπορούμε να ζητήσουμε χρόνο από τα παιδιά: «άφησε με να σκεφτώ πώς να σου το εξηγήσω καλύτερα και θα σου απαντήσω». Φυσικά πρέπει να επανέλθουμε όταν θα έχουμε σκεφτεί (και όχι να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε έτσι την ερώτηση). Εάν όμως συστηματικά δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε τις ερωτήσεις των παιδιών, κατ’ αρχάς σκόπιμο είναι να αναρωτηθούμε γιατί δυσκολευόμαστε τόσο. Στη συνέχεια μπορούμε να ζητήσουμε «έμπνευση» από σχετικά βιβλία που υπάρχουν. Τέλος να πω ότι θεωρώ πολύ σημαντικό κάποιος γονέας (ή οποιοδήποτε άτομο), όταν αισθάνεται ότι δυσκολεύεται, να αναζητήσει τη βοήθεια των ειδικών. Επικροτώ, δε, τους γονείς που αναγνωρίζουν τις όποιες αδυναμίες τους (ή τα τυφλά σημεία τους) και επιδιώκουν να λύσουν αυτά τα θέματα και να χτίσουν μία όσο το δυνατόν πιο ανέφελη σχέση με τα παιδιά τους. 

 

-Υπάρχουν παιδιά που ενδεχομένως να μην ρωτήσουν γιατί φοβούνται ή ντρέπονται. Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; 

 

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει απορίες. Τα μικρό παιδί έχει την τάση να ψάχνει, να ερευνά, να αναζητεί νόημα, να κάνει συνδέσεις, να φαντάζεται και να φτιάχνει θεωρίες. Ενδεχομένως να μη ρωτά γιατί αντιλαμβάνεται την αμηχανία του ενήλικα και αισθάνεται ότι δεν υπάρχει χώρος να εκφράσει τις σκέψεις και τις απορίες του  

Έχει σημασία, λοιπόν, η στάση του ενήλικα απέναντι στις ερωτήσεις του παιδιού γενικότερα (και ασφαλώς η στάση του απέναντι σε αυτές που σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα). Υπάρχει γενικά η άνεση να συζητούνται όλα τα θέματα που απασχολούν το παιδί (συμπεριλαμβανομένων και των συναισθημάτων και των ζητημάτων των σχέσεων); Μήπως το παιδί αισθάνεται ότι ο ενήλικας μπορεί να το περιπαίξει, να μη το πάρει στα σοβαρά, να του δώσει παράδοξες απαντήσεις ή να το κάνει να ντραπεί;  Η προσπάθεια είναι να ακούσουμε προσεκτικά τι ρωτά το παιδί και να ανταποκριθούμε με σοβαρότητα και ειλικρίνεια (ακόμα και στις πιο «περίεργες» παιδικές απορίες).  

Μπορούμε επίσης να δημιουργήσουμε την κατάλληλη συνθήκη  ώστε να ενθαρρύνουμε (όχι να πιέσουμε) το παιδί να ρωτήσει ή να μοιραστεί τις σκέψεις του γύρω από το θέμα της σεξουαλικότητας, της δημιουργίας των μωρών και ό,τι άλλο σχετικό μπορεί να (φανταστούμε ότι) το προβληματίζει. Μπορούμε ας πούμε να σχολιάσουμε φωτογραφίες από την εγκυμοσύνη της μαμάς του παιδιού ή φωτογραφίες από το ίδιο το παιδί όταν ήταν μωρό, μπορούμε να ανοίξουμε τη συζήτηση για γνωστές μας εγκύους ή για καινούρια μωρά στο περιβάλλον μας. Οι ευκαιρίες για σχετική συζήτηση βρίσκονται εύκολα στο περίγυρο, αρκεί να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά! 

-Πρέπει να παιδιά να μαθαίνουν όλες τις λεπτομέρειες ;Πρέπει να τους μιλάμε για όλα; 

 

Ασφαλώς  για τις απαντήσεις μας σημαντικό ρόλο παίζει η ηλικία του παιδιού που κάνει την ερώτηση, δηλαδή σε ποια φάση ανάπτυξης βρίσκεται. Ωστόσο, θα θέλαμε να καταστήσουμε σαφές ότι δεν υπάρχει το «πολύ νωρίς» ή το «πολύ μικρός» για να ρωτάς. Από τη στιγμή που το παιδί κάνει την ερώτηση και έχει την απορία σημαίνει ότι είναι ώριμο να πάρει και την κατάλληλη για την ηλικία του απάντηση.  Μια καλή ιδέα είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σκέπτεται για τα πράγματα που μας ρωτά το παιδί, και τι ήδη γνωρίζει (ή νομίζει ότι γνωρίζει!). Η ερώτηση: «εσύ τι σκέφτεσαι;» μπορεί να είναι πολύ βοηθητική (αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αποφεύγουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε). 

Οι πρώτες ερωτήσεις των παιδιών συνήθως είναι απλές και  η απάντησή τους είναι εξίσου απλή για τον γονέα. Είναι, για παράδειγμα, εύκολο να απαντήσουμε σε ένα μικρό παιδί ότι το μωρό βγαίνει από την κοιλιά της μαμάς του. Πιο δύσκολο, ίσως και αμήχανο είναι να εξηγήσουμε το πώς ακριβώς βρέθηκε εκεί, διστάζοντας να μιλήσουμε για τη σύλληψη και την σεξουαλική πράξη, ή τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων.  

Ωστόσο, υπάρχουν απαντήσεις που ταιριάζουν και χρειάζεται να δοθούν σε κάθε αναπτυξιακή φάση όπου βρίσκεται το παιδί. Για παράδειγμα, πολλές «τεχνικές» λεπτομέρειες της γονιμοποίησης και της ανατομίας πιθανόν να μην γίνουν κατανοητές από ένα παιδί τριών ετών. Είναι, όμως, σημαντικό να γίνει αναφορά στο ρόλο και των δύο γονέων και στη σωματικότητα της πράξης. Η απάντηση μας χρειάζεται να εμπλουτιστεί σε μεγαλύτερη ηλικία, καθώς το παιδί ωριμάζει, αναπτύσσεται γνωστικά και συναισθηματικά και αποκτά περισσότερες εμπειρίες. Οι απαντήσεις τότε γίνονται πιο ακριβείς και λεπτομερείς απαντώντας σε αυτό που ρωτά το παιδί. Μία καλή πυξίδα είναι να μιλά κανείς για την αγάπη και την επιθυμία των ενηλίκων που τους οδηγεί στο να αποκτήσουν παιδί και στη συνέχεια να δίνονται οι (αναπτυξιακά κατάλληλες) περιγραφές της πραγματικότητας του πώς γίνεται η σύλληψη, η εγκυμοσύνη και ο τοκετός. Να σημειώσουμε ότι όταν μιλάμε για την προσωπική ιστορία του παιδιού, απαραίτητο είναι οι απαντήσεις να προσαρμόζονται ανάλογα με την ιδιαίτερη συνθήκη της κάθε οικογένειας.  

 

-Είναι πολύ σημαντικό να προστατεύονται τα παιδιά από μεγάλους κινδύνους όπως η σεξουαλική κακοποίηση. Τι μπορεί να κάνει ο γονιός για να τα προστατεύσει; 

 

Οι φροντιστές είναι σημαντικό να μιλούν στα παιδιά, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, για το σώμα τους, τα όριά του και την ασφάλειά του. Η ερώτηση που έρχεται πολύ συχνά είναι: «από ποια ηλικία μιλάμε»; Η απάντηση που νομίζουμε ότι αρμόζει είναι «από πάντα». Να εξηγηθώ: είναι προφανές ότι τα βρέφη δεν κατανοούν τα λόγο σε αυτή την πολυπλοκότητα. Και ασφαλώς σε κάθε ηλικία μιλάμε για τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, ενώ σταδιακά εισάγουμε όλο και πιο πολύπλοκες έννοιες. Όμως, η αρχή του σεβασμού του σώματος του δικού μας και του άλλου (πρέπει να) έρχεται από πολύ-πολύ νωρίς. Ο φροντιστής που λέει στο παιδί «μην με τραβάς γιατί πονάω» ή που ζητάει από τους συγγενείς να ρωτάνε το παιδί αν «θέλει φιλάκι» πριν του το δώσουν ήδη θέτει την πολύ βασική αρχή ότι ο καθένας ορίζει το δικό του σώμα του και ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να λέει «όχι» όταν δεν θέλει κάτι που γίνεται επάνω σε αυτό.  

Μεγαλώνοντας τα παιδιά είναι σημαντικό να ονομαστούν τα μέρη του σώματος, να υπάρχει για το καθένα μία ξεκάθαρη ονομασία που χρησιμοποιείται.. Ήδη από τα 3 χρόνια είναι σκόπιμο οι φροντιστές να μιλήσουν για τα ιδιωτικά μέρη του σώματος και να εξηγήσουν ότι κανείς ενήλικας ή μεγαλύτερο παιδί δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τα δει, να τα αγγίξει ή να παίξει με αυτά (ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό είναι κάποιος που γνωρίζουν και συμπαθούν) γιατί είναι «προσωπικά». Οι μόνοι που μπορούν να τα βλέπουν ή να τα πιάνουν (εκτός από το ίδιο το παιδί), και αυτό μόνο αν υπάρχει λόγος (πχ. να τα βοηθήσουν να πλυθούν), είναι οι φροντιστές που έχουν αναλάβει  τη σωματική φροντίδα του παιδιού. Οι συζητήσεις αυτές δεν γίνονται μόνο μία φορά. Χρειάζεται να επαναλαμβάνονται, όχι με εμμονικό τρόπο, αλλά όπως μιλάμε για τα ζητήματα που αφορούν τα παιδιά και μας απασχολούν. (Δεν λέμε, ας πούμε, μόνο μία φορά σε ένα παιδί ότι πρέπει να πλένει τα χέρια του πριν το φαγητό. Θεωρούμε ότι χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε!) 

 Στις συζητήσεις με το παιδί χρειάζεται να προστεθεί ότι αν κάποιος ζητήσει από το παιδί να αγγίξει ή να δει τα «προσωπικά» μέρη του σώματός του/της, ή του/της ζητήσει να πιάσει τα δικά του «προσωπικά» μέρη, ή δείξει φωτογραφίες με τέτοια μέρηή το κάνει να νιώσει αμήχανα ή άσχημα είναι σημαντικό να το πει στους φροντιστές γιατί αυτοί θα ξέρουν να το προστατεύσουν για να μην αισθάνεται άσχημα. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ξεκάθαρα στα παιδί ότι οι φροντιστές δεν θα θυμώσουν και δεν θα το μαλώσουν, ό,τι και αν πει, ό,τι και αν έχει αισθανθεί, ή ό,τι και αν έχει συμβεί.  

-Υπάρχει κάποιο προφίλ παιδιού που μπορεί να πέσει πιο εύκολα θύμα κακοποιητικής συμπεριφοράς; 

Οι μελέτες καταγράφουν κάποιους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως είναι: το γυναικείο φύλο, η μεγαλύτερη ηλικία (12-14 ετών), οι δυσμενείς συνθήκες του οικογενειακού περιβάλλοντος και η τυχόν αναπηρία του παιδιού. Πέρα όμως από αυτό που λένε οι στατιστικές, χρειάζεται οι ενήλικες να  έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, και χωρίς άγχος ή πανικό να σκεφτόμαστε εάν υπάρχει κάτι στη συμπεριφορά του παιδιού μας ή ενός ενηλίκου που μπορεί να μας προβληματίσει.  

-Πώς επηρεάζει τα παιδιά η σεξουαλική κακοποίηση; 

Η σεξουαλική κακοποίηση είναι πιο σοβαρή από άλλες μορφές κακοποίησης επειδή (εκτός των άλλων) συνδέει την επιθετικότητα με την σεξουαλικότητα. Το παιδί απομένει τραυματισμένο, μπερδεμένο, φοβισμένο και ντροπιασμένο. Η πιο κοινή διάγνωση που δίνεται σε παιδιά με ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν συμπεριφορές αποφυγής ή/και μούδιασμα, υπερδιέγερση και επαναβίωση του τραυματικού γεγονότος ξανά και ξανά. Συχνά αυτή η διάγνωση συνοδεύεται και από κατάθλιψη, η οποία στα παιδιά εκδηλώνεται με απουσία ευχαρίστησης, ενοχή, κοινωνική απόσυρση, κόπωση, αποδιοργάνωση της σχολικής απόδοσης και χαμηλή αυτοεκτίμηση. 

-Ποια σημάδια υποδεικνύουν ότι ένα παιδί μπορεί να έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση; 

 

Τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συνήθως αισθάνονται σύγχυση, ενοχή, ντροπή και θυμό για αυτό που τους συνέβη (ή εξακολουθεί να τους συμβαίνει). Όμως, αντίθετα με τη γενική πεποίθηση, δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα που να αποδεικνύουν ότι συμβαίνει σεξουαλική κακοποίηση. Η σεξουαλική κακοποίηση συνήθως «εκφράζεται» από το παιδί με τρόπους ασαφείς. Πολλά παιδιά δεν επικοινωνούν αυτό που τους έχει συμβεί (ή εξακολουθεί να τους συμβαίνει) με λόγια, αλλά μέσα από «σημάδια» στη συμπεριφορά τους ή μέσα από ψυχοσωματικά συμπτώματα. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι ειδικοί σωματικής και ψυχικής υγείας και άλλοι ενήλικες που φροντίζουν παιδιά χρειάζονται να γνωρίζουν τα σημάδια που μπορεί να υποδεικνύουν πιθανή σεξουαλική κακοποίηση (υπάρχουν λίστες με τα σημάδια αυτά που μπορεί κανείς να τις αναζητήσει σε βιβλία ή στο διαδίκτυο).  Θα πρέπει αυτά τα σημάδια να τους κινητοποιήσουν τους ενήλικες ώστε να διερευνηθεί τι τα προκαλεί.  

 

-Ένας μεγάλος κίνδυνος είναι το διαδίκτυο. Πώς μπορεί να προφυλαχθεί ένα παιδί για να μην πέσει θύμα κακοποίησης στο διαδίκτυο; 

Η αλήθεια είναι ότι η «ανωνυμία» και το «αόρατο» του διαδικτύου αποτελούν προνομιακό πεδίο για κάθε λογής παραβάτες, από απατεώνες έως σεξουαλικούς κακοποιούς. Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: η συζήτηση με τα παιδιά, μέσα στα πλαίσια μίας σχέσης σεβασμού και εμπιστοσύνης, για τα όρια, την ιδιωτικότητα, και την προσωπική ασφάλεια είναι η βάση της προστασίας για κάθε είδους κακοποίηση. Μέσα σε αυτή τη συζήτηση οι φροντιστές είναι χρήσιμο να εντάξουν και τους κινδύνους των διαδικτυακών επαφών, τους ηλικιακά κατάλληλους κανόνες χρήσης του διαδικτύου και τις συνέπειες της άστοχης χρήσης του. 

-Αν ένα παιδί μας αποκαλύψει ότι έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά , τι θα πρέπει να κάνουμε; 

 

Κατ’ αρχάς χρειάζεται να υποδεχτούμε οποιαδήποτε περιγραφή ενός παιδιού χωρίς κριτική, χωρίς αμφισβήτηση, αλλά με σεβασμό και γνήσια επιθυμία να ακούσουμε όσα έχει να μας πει. Δεν είναι εύκολο ένα παιδί να βάλει σε λέξεις ένα τέτοιο βίωμα, οπότε χρειάζεται την διευκόλυνση από τον ακροατή, δηλαδή την αληθινή του διαθεσιμότητα να υποδεχτεί αυτό που έχει να πει το παιδί. Η πρώτη φορά που θα μιλήσει το παιδί είναι σημαντική. Ακόμα και η μη λεκτική αμφισβήτηση μπορεί να αναστείλει τη διήγηση του παιδιού. Με άλλα λόγια, πιστεύουμε αυτά που λέει το παιδί και δεν προσπαθούμε να διερευνήσουμε την αλήθεια ή μη των λεγομένων του. Το πρόσωπο εμπιστοσύνης όπου απευθύνθηκε το παιδί συχνά νιώθει ότι πρέπει να κουβαλήσει την τεράστια ευθύνη να αξιολογήσει εάν τα λεγόμενα του παιδιού είναι αληθή.  Αυτό όμως δεν είναι ο πραγματικός του ρόλος. Ο ρόλος του είναι να ακούσει το παιδί και να αποταθεί στον αρμόδιο φορέα που ακολουθώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες θα διερευνήσει και θα εξακριβώσει τα λεγόμενα του παιδιού.  


H Λήδα Αναγνωστάκη MSc., PhD. είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιών και Εφήβων. Διδάσκει και ερευνά θέματα που αφορούν το δεσμό φροντιστών-παιδιών και εργάζεται ιδιωτικά ως ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και εφήβων.

 


 

Διαβάστε όλα τα lifestyle νεα, για Celebrities και Media.
Follow us:

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top