Σε κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό «βραχιολάκι» θα εκτίσει την ποινή του, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Νικολά Σαρκοζί.
Ο 66χρονος Σαρκοζί καταδικάστηκε σήμερα σε φυλάκιση τριών ετών – το ένα από αυτά χωρίς αναστολή– για διαφθορά και αθέμιτη άσκηση επιρροής. Πρόκειται για μια απόφαση άνευ προηγουμένου για τη χώρα, που άφησε άναυδους το κόμμα του, αυτό των Ρεπουμπλικάνων, αλλά και τους υποστηρικτές του.
Ο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Γαλλίας από το 2007 μέχρι το 2012, άκουσε την ετυμηγορία όρθιος ενώπιον των δικαστών, ανέκφραστος και δεν έκανε καμία δήλωση κατά την έξοδό του από το δικαστήριο.
Υπόθεση Σαρκοζί: Η τρυφερή φωτογραφία που ανέβασε η Κάρλα Μπρούνι
Η δικηγόρος του, Ζακλίν Λαφόντ, χαρακτήρισε την απόφαση «υπερβολικά αυστηρή» και «παντελώς αβάσιμη και αδικαιολόγητη» και ανακοίνωσε ότι θα ασκήσει έφεση στο τηλεοπτικό κανάλι BFMTV. Εξέφρασε δε, την ελπίδα ότι ο πρώην πρόεδρος θα δικαιωθεί στο Εφετείο, σε περίπου έναν χρόνο.
Ίδια ποινή στους δύο συγκατηγορούμενούς του
Οι δύο συγκατηγορούμενοι του πρώην προέδρου, ο πρώην δικαστής Ζιλμπέρ Αζιμπέρ και ο δικηγόρος Τιερί Ερζόγκ, καταδικάστηκαν στην ίδια ποινή και θα ασκήσουν επίσης έφεση. Στον Ερζόγκ επιβλήθηκε επίσης απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματός του για 5 χρόνια.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις κατηγορούμενοι σύναψαν ένα «σύμφωνο διαφθοράς», αλλά δεν επέβαλε τις ποινές που ζήτησε η οικονομική εισαγγελία, δηλαδή τέσσερα χρόνια φυλάκισης, τα δύο χωρίς αναστολή, και στους τρεις, κρίνοντας ότι η προεδρική εικόνα έχει αμαυρωθεί από την υπόθεση αυτή «με καταστροφικές συνέπειες».
Ξανά αντιμέτωπος με τη γαλλική Δικαιοσύνη ο Σαρκοζί στις 17 Μαρτίου
Ο Νικολά Σαρκοζί θα αντιμετωπίσει και πάλι τη γαλλική Δικαιοσύνη στις 17 Μαρτίου, στην εκδίκαση της υπόθεσης Bygmalion, σχετικά με τις δαπάνες της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2012.
Ο Νικολά Σαρκοζί αποσύρθηκε από την πολιτική το 2016, αλλά παραμένει πολύ δημοφιλής και με απήχηση στο στρατόπεδο της γαλλικής δεξιάς. Αντιμετωπίζει κατηγορίες στο πλαίσιο σειράς δικαστικών υποθέσεων, ανάμεσά τους και η χρηματοδότηση της νικηφόρας προεκλογικής του εκστρατείας το 2007 από τη Λιβύη. Στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, δηλαδή της χρηματοδότησής του από το καθεστώς του Μουάμαρ Καντάφι, τέθηκε υπό παρακολούθηση το 2013. Τότε οι αρχές ανακάλυψαν ότι χρησιμοποιούσε μια μυστική τηλεφωνική γραμμή, με το ψευδώνυμο «Πολ Μπισμούτ», για να επικοινωνεί με τον δικηγόρο του, τον Τιερί Ερζόγκ. Καταγράφηκαν περίπου δέκα τηλεφωνικές επικοινωνίες τους.
Το χρονικό της υπόθεσης
Οι δικαστές έκριναν ότι ο πρώην πρόεδρος είναι ένοχος για διαφθορά επειδή υποσχέθηκε να στηρίξει την υποψηφιότητα του δικαστή Αζιμπέρ για μια εξέχουσα θέση στο Μονακό, σε αντάλλαγμα για εμπιστευτικές πληροφορίες. Ο Σαρκοζί ήθελε την εποχή εκείνη να ακυρωθεί η εντολή κατάσχεσης των προεδρικών ημερολογίων, αφού προηγουμένως κατάφερε να τεθεί στο αρχείο η έρευνα σε βάρος του για την υπόθεση Μπετανκούρ. Ο Αζιμπέρ δεν είχε άμεση σχέση με την υπόθεση αυτή, όμως, σύμφωνα με το δικαστήριο, επωφελήθηκε από τις γνωριμίες του.
Στη δίκη, που ολοκληρώθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, η υπεράσπιση του Σαρκοζί έκανε λόγο για μια υπόθεση που βασίστηκε σε «υποθέσεις» και «φαντάσματα» και ζήτησε την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων. Επισήμανε ότι τελικά ο πρώην πρόεδρος δεν πέτυχε αυτό που ζητούσε και ο Αζιμπέρ δεν ανέλαβε ποτέ την επίζηλη θέση στο Μονακό. Με βάση τον νόμο ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να έχει κερδίσει κάτι ο εναγόμενος για να χαρακτηριστεί το αδίκημα «διαφθορά» και «αθέμιτη άσκηση επιρροής».
Η υπεράσπιση ζητούσε επίσης να ακυρωθεί όλη η διαδικασία επειδή το κατηγορητήριο βασίστηκε σε «παράνομες» τηλεφωνικές παρακολουθήσεις καθώς παραβίαζαν το απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Λόγω του τεταμένου κλίματος, ο ίδιος ο διευθυντής της οικονομικής εισαγγελίας, Ζαν-Φρανσουά Μπονέρ, πήγε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί την υπηρεσία του και διαβεβαίωσε ότι «κανείς δεν θέλει να εκδικηθεί έναν πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Ο Σαρκοζί είναι ο δεύτερος πρώην πρόεδρος που καταδικάζεται από τη γαλλική δικαιοσύνη, μετά τον μέντορά του, τον Ζακ Σιράκ, στον οποίο το 2011 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών με αναστολή για κατάχρηση δημόσιων πόρων όταν ήταν δήμαρχος του Παρισιού, μεταξύ 1983-1995.