ΣΕΒ: Νοικοκυριά σε απόγνωση…με σπίτι και αυτοκίνητο αλλά ΧΩΡΙΣ λεφτά!

Η ακτινογραφία του ελληνικού νοικοκυριού μέσα στην κρίση

ΣΕΒ: Νοικοκυριά σε απόγνωση…με σπίτι και αυτοκίνητο αλλά ΧΩΡΙΣ λεφτά!

"Νοικοκυριά σε απόγνωση…με σπίτι και αυτοκίνητο, αλλά χωρίς λεφτά!", με αυτόν τον τίτλο κυκλοφορεί η εβδομαδιαία επισκόπηση του ΣΕΒ, στην οποία επισημαίνεται ότι μετά από μία δεκαετία  ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους. 

Η μακροχρόνια κρίση και ύφεση από το 2009 και μετά, που ακολούθησε μία δεκαετία ευημερίας που βασίστηκε εν πολλοίς στο δανεισμό (ιδιωτικό και δημόσιο) έχει αφήσει το αποτύπωμά της στην κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.

Μέσα σε μία πενταετία, από το 2009 μέχρι το 2014, έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των νοικοκυριών με 1-2 άτομα και έχει συρρικνωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με 3-4 άτομα, χωρίς, όμως, να έχουμε ακόμη προσεγγίσει τους μέσους όρους στην Ευρωζώνη, όπου η τάση να ζει κανείς μόνος του ή σε ζευγάρι είναι πολύ μεγαλύτερη.

Το 72% των ελληνικών νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητο σπίτι (και από αυτούς το 16% έχει στεγαστικό δάνειο), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη είναι 61.2% και 32%, με αυτούς που νοικιάζουν στην Ελλάδα να είναι αναλογικά λιγότεροι.

Όσον αφορά στην ηλικία του οικογενειάρχη, αν και το 2014 δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης, αξίζει να αναφερθεί ότι το 2009 και μετά έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχη ηλικίας 45-54 ετών, πιθανόν λόγω επανένταξης στο νοικοκυριό ανέργων παιδιών, ενώ έχει μειωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχες σε νεότερες ηλικίες.

Επίσης, έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών όπου η ηλικία του οικογενειάρχη είναι άνω των 65 ετών και, ιδίως, άνω των 75 ετών, αποτέλεσμα ίσως της ομαδικής συμβίωσης μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων ή της φροντίδας παιδιών από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους λόγω της ανεργίας και της οικονομικής δυσπραγίας των γονέων τους.

Η εικόνα αυτή είναι συμβατή με στοιχεία με την εργασιακή κατάσταση του Έλληνα οικογενειάρχη, όπου έχουν αυξηθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες συνταξιούχους ή μη εργαζόμενους, και έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους.

Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα νοικοκυριά με οικογενειάρχη αυτοαπασχολούμενο μειώθηκαν συγκριτικά περισσότερο από εκείνα που ο οικογενειάρχης μισθωτός, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης έπληξαν σε μεγαλύτερο βαθμό τους αυτοαπασχολούμενους.

Τέλος, φαίνεται να μειώνονται τα ποσοστά των νοικοκυριών που ο οικογενειάρχης έχει αντιστοίχως πρωτοβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς άνθρωποι με πρωτοβάθμια μόνο εκπαίδευση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες σε περιβάλλον κρίσης και ύφεσης, και άνθρωποι με τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζουν, σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, και την προοπτική μετανάστευσης στο εξωτερικό.

 Το χρέος των νοικοκυριών εκτοξεύθηκε στα ύψη 

Στη δεκαετία πριν από την κρίση, το χρέος των νοικοκυριών εκτοξεύθηκε στα ύψη καθώς απελευθερώθηκε πλήρως η στεγαστική και η καταναλωτική πίστη.

Η διαθέσιμη ρευστότητα με σχετικώς χαμηλά τραπεζικά επιτόκια, σε ένα περιβάλλον αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων, λόγω και της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που χρηματοδοτούνταν από εξωτερικό δανεισμό, έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού να αποκτήσουν σπίτι και αυτοκίνητο, και να επεκτείνουν την καταναλωτική τους δαπάνη με την βοήθεια πιστωτικών καρτών και άλλων τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες.

 Το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία

Το 2014, το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, με το 35,7% των νοικοκυριών να έχει και πρόσθετα ακίνητα στην κατοχή του, το 70,6% των νοικοκυριών έχει αυτοκίνητο και ένα 15,7% των νοικοκυριών έχει κάποια ατομική επιχείρηση (από 9.8% των νοικοκυριών το 2009 πριν την κρίση), καθώς αυξήθηκε η λεγόμενη «επιχειρηματικότητα ανάγκης» .

Το 73,9% των νοικοκυριών διέθετε καταθέσεις σε τράπεζες, διάμεσης αξίας €2 χιλ., και ένα πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό νοικοκυριών διέθετε και άλλα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κτλ.

Σε σχέση με τα προ κρίσης (2009) επίπεδα, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχουν αλλάξει ουσιωδώς, πέραν της μείωσης των περιουσιακών αξιών και των εισοδημάτων που έφερε η μεγάλη ύφεση.

Αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων

Με την είσοδο της χώρας στην κρίση, όχι μόνον ανακόπτεται η επέκταση στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά επέρχεται σταδιακά και αδυναμία εξυπηρέτησης τους, καθώς τα εισοδήματα μειώνονται και η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη.

Έκτοτε, οι χρηματοδοτικές ροές (εκταμιεύσεις μείον αποπληρωμές δανείων) εξακολουθούν να είναι αρνητικές, καθώς τα νέα δάνεια (στεγαστικά και καταναλωτικά) που χορηγούνται υπεραντισταθμίζονται από την συνεχιζόμενη αποπληρωμή των παλαιών δανείων.

Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε € 67,2 δισ. και € 27,6 δισ. αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% των καταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ένα ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί.

Σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις, ένα ποσοστό 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων δεν εξυπηρετείται από πιστούχους που αν και έχουν την οικονομική δυνατότητα, επιλέγουν να μην πληρώνουν («στρατηγικοί κακοπληρωτές»).

Μέχρι το 2009, το 36,6% των νοικοκυριών είχε συσσωρεύσει ιδιωτικά χρέη, με το 17,5% να έχει λάβει στεγαστικό δάνειο και το 26,1% να έχει δανεισθεί μέσω καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών.

Οι αριθμοί δεν αθροίζουν λόγω της σωρευτικής συνδυασμένης χρήσης στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης από ορισμένα νοικοκυριά .

Σε κάθε περίπτωση, το διάμεσο ελληνικό νοικοκυριό (50% των νοικοκυριών βρίσκεται άνω και κάτω του διάμεσου) είχε συσσωρεύσει χρέος € 15,1 χιλ.

Όσοι είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο, είχαν χρεωθεί με €43,7 χιλ. και όσοι είχαν καταναλωτικά δάνεια με €4,6 χιλ. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το ποσοστό των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος σε 27,1%, (42,4% στην Ευρωζώνη), με ανάλογη μείωση και του υπολοίπου του δανείου, καθώς νέες εκταμιεύσεις δανείων, είτε στεγαστικών είτε καταναλωτικών, περιορίσθηκαν σημαντικά ή και εκμηδενίστηκαν.

Το διάμεσο χρέος του ελληνικού νοικοκυριού το 2014 ανερχόταν σε €12,1 χιλ. ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο νοικοκυριό επιβαρύνεται με χρέος €28,2 χιλ.. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατανομή των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος κατά κατηγορία εισοδηματικού κλιμακίου αποκαλύπτει ότι το πιο φτωχό εισοδηματικά κατώτατο 20% των νοικοκυριών έχει μεγαλύτερο χρέος από το αντίστοιχο νοικοκυριό στην Ευρωζώνη, με το ανώτατο 20% να έχει χρέος 50% ανώτερο από το διάμεσο χρέος ενώ στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 300%.

 

Διαβάστε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο.
Follow us:

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top