Θανατική ποινή: Η ιστορία του «δράκου» του Σέιχ Σου - Εκτέλεσαν έναν αθώο;
«Δεν σκότωσα κανέναν», έλεγε ο Αριστείδης Παγκρατίδης μέχρι το τέλος
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1963 συλλαμβάνεται ο «δράκος του Σέιχ Σου», Αριστείδης Παγκρατίδης, ενώ, σαν σήμερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελείται η θανατική ποινή που του είχε επιβληθεί για τρεις φόνους και δύο ληστείες.
Ο «δράκος» είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος στη Θεσσαλονίκη εξαιτίας των επιθέσεων που έκανε σε ανυποψίαστα ζευγάρια και κοπέλες. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν από το σπίτι τους και οι εφημερίδες της εποχής «οργίαζαν».
Η μυστηριώδης υπόθεση μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, την τηλεόραση και το θέατρο. Μία ιστορία που έγινε βιβλίο, μέχρι και τραγούδι.
Η σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης, συνελήφθη, ύστερα από την επίθεσή του σε 12χρονη τρόφιμο του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος», δικάστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε θάνατο.
«Νεαρός ανώμαλος εισέβαλεν εις το ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος κρατών λίθον ανά χείρας και απεπειράθη να βιάσει κοιμωμένην ανήλικον τρόφιμον!», έγραφε η εφημερίδα Ελληνικός Βορράς στις 8 Δεκεμβρίου 1963.
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου».
Ο Παγκρατίδης γρήγορα ανακάλεσε την ομολογία του, ισχυρίστηκε ότι ελήφθη κατόπιν ψυχολογικών πιέσεων και σωματικής βίας και έως τη στιγμή της εκτέλεσής του παρέμεινε σταθερός υποστηρίζοντας την αθωότητά του. «Μανούλα μου είμαι αθώος», ήταν τα τελαυταία λόγια του πριν πέσει νεκρός.
Ο Παγκρατίδης είχε πει στους δικηγόρους του ότι στο διάστημα των έξι ημερών, που κράτησε η ανάκριση, ήπιε μόνο δυο ποτήρια νερό, ένα ποτήρι τσάι και έφαγε τέσσερις φέτες ψωμί, τρία σάντουιτς, ένα πιάτο πατάτες και ένα πιάτο σπανακόρυζο.
Τελικά τον Φεβρουάριο του 1966, καταδικάστηκε σε θάνατο ως άτομο επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια και δυο χρόνια αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου του 1968 εκτελέστηκε στον τόπο που τον κατηγορούσαν ότι εγκλημάτισε, στο δάσος του Σέιχ Σου.
Οι επιθέσεις στο Σέιχ Σου για τις οποίες καταδικάστηκε
Μάρτιος του 1957 και μία καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολλεγίου κάνει βόλτα στο δάσος του Σέιχ Σου. Ένας άγνωστος της επιτίθεται με πέτρα, με την καθηγήτρια να σώζεται χάρη στις φωνές της που άκουσαν άλλα άτομα που περιφέρονταν στον δασάκι.
Οκτώβριος του 1958 και ένα ερωτευμένο ζευγάρι δέχεται την επίθεση αγνώστου, ενώ το ίδιο συμβαίνει με άλλο ζευγάρι τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Το ίδιο άτομο, εκμεταλλευόμενο το σκοτάδι και την πυκνή βλάστηση, αποπειράται να σκοτώσει με πέτρα τους Παναγιώτη Αθανασίου και Ελεωνόρα Βλάχου. Ο ίδιος επιχειρεί να βιάσει την κοπέλα, ενώ από θαύμα -καθώς η παγωνιά ανέκοψε την αιμορραγία- το ζευγάρι σώζεται. Το ημερολόγιο δείχνει 19 Φεβρουαρίου 1959. Δεν θα έχουν την ίδια τύχη ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραϊσης και η φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη, που θα βρεθούν νεκροί στις 6 Μαρτίου 1959 στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας. Το επόμενο «χτύπημα» έρχεται στις 3 Απριλίου 1959, με τη δολοφονία της εργαζόμενης στο Δημοτικό Νοσοκομείο, Μελπομένης Πατρικίου.
Η φήμη του «δράκου» αρχίζει να απλώνεται στη Θεσσαλονίκη. Οι γυναίκες κλείνονται στα σπίτια τους, τα ζευγάρια αποφεύγουν τις βραδινές βόλτες και ο δράστης επικηρύσσεται για εκατό χιλιάδες δραχμές.
Για σχεδόν πέντε χρόνια η ιστορία είχε ξεχαστεί κι ο φόβος είχε καταλαγιάσει, έως τη νύχτα εκείνη που ο Αριστείδης Παγκρατίδης πήδηξε τη μάντρα του ορφανοτροφείου με σκοπό να ερωτοτροπήσει με κάποιο κορίτσι από τις τροφίμους του.
Τι έλεγαν για την υπόθεση εφημερίδες της εποχής
Ο Παγκρατίδης στην απολογία του είπε: «Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω, αλλά δεν σκότωσα»
«Όσα λένε για τα εγκλήματα είναι ψέματα. Δε σκότωσα κανέναν εγώ. Παραδέχομαι ότι πήγα στο ορφανοτροφείου του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να βιάσω καμιά κοπέλα, αλλά γι' αυτό φταίει το κρασί και το χασίς. Αυτήν την πράξη την έκανα και το ομολογώ. Δε σκότωσα, όμως, για να πάρω χρήματα. Από μικρό παιδί βασανίζομαι. Πουλούσα το σώμα μου για 10 δραχμές για να φάω. Πουλούσα το αίμα μου στον Ερυθρό σταυρό για να πάρω λίγα χρήματα, για να φάω. Δεν είμαι εγκληματίας.
Αν ήθελα να γίνω εγκληματίας θα σκότωνα τον δολοφόνο του πατέρα μου που ζει σήμερα στο χωριό μας. Ομολογώ ότι έσφαλα. Έσφαλα πολύ. Και γι' αυτό θέλω να με δικάσετε. Μέσα στη φυλακή είδα πολλά και κατάλαβα πολλά. Τώρα άλλαξα και γι' αυτό θέλω να τιμωρηθώ».
Οι αμφιβολίες για το αν τελικά ο Αριστείδης Παγκρατίδης ήταν ο «δράκος»
Έκτοτε και έως σήμερα, το αν ήταν αθώος ή ένοχος, παραμένει αμφισβητούμενο.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας στο βιβλίο του «Ο δράκος που διέφυγε», δηλώνει ευθαρσώς ότι ο Παγκρατίδης δεν ήταν ο «δράκος» και αφήνει να εννοηθεί ότι ξέρει ποιος ήταν. Παρομοίως, όλοι του οι συνεντευξιαζόμενοι μιλούν για μια «από πολύ ψηλά πίεση να ενοχοποιηθεί» ο Αριστείδης Παγκρατίδης.