«Ήταν δύσκολα χρόνια. Είχα βέβαια την καλύτερη ανατροφή που θα μπορούσε να έχει παιδί σε ίδρυμα, γιατί τραγουδούσα όμορφα... Μου έλειπε η μητέρα μου και έκανα συνεχώς υπομονή, περιμένοντας να έρθει το μεσημέρι της Πέμπτης, που ερχόταν να μας δει και να μας φέρει καλούδια», συμπληρώνει και αποκαλύπτει πως δεν ένιωσε θυμό, ενώ η πίστη της στον Θεό ήταν αυτό που την βοήθησε να επιβιώσει.
Στα 14 της χρόνια ντύθηκε νύφη: «βρέθηκα στη Σαντορίνη την περίοδο του μεγάλου σεισμού, το 1956. Από κάθε μεριά της Ελλάδας κατέφθαναν εθελοντές. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ήταν και ένα παλικάρι, ο Στυλιανός, ο πατέρας του Μανώλη μου, που έκανε και το στρατιωτικό του. Εμείς μέναμε σε ένα σχολείο που δεν είχε γκρεμιστεί. Κάθε βράδυ, ερχόταν κάτω από το παράθυρο μου με την παρέα του και μου τραγουδούσαν. Έβγαινα στο παράθυρο, λοιπόν, και στη χαρά μου να τραγουδήσω δεν έπαιρνα είδηση ότι αυτό το πράγμα δεν ταίριαζε στη ζωή του νησιού. Κάποια στιγμή, οι δικοί μου του είπαν να σταματήσει και εκείνος απάντησε: όχι! Αγαπιόμαστε και θα παντρευτούμε», εξιστορεί και προσθέτει πως ο γάμος δεν κράτησε, ενώ ο καλός της έχει πλέον «κοιμηθεί».