Μάτι: Ένα «λυπάμαι», που δεν ειπώθηκε ποτέ, αρκεί...

Φωτογραφια αρθρογραφου
Αρθρογράφος

Τέσσερα χρόνια μετά και στη σκιά της δίκης θυμόμαστε όσα δεν άλλαξαν ακόμα

Το σπίτι που πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια
 

Διαβάζοντας τις μαρτυρίες στη δίκη για το Μάτι -όχι ολόκληρες, γιατί απλά δεν άντεξα- επέστρεψα σε ένα κείμενο που έγραψα το 2018 με τίτλο Ένα «λυπάμαι» αρκεί... Και το παράπονο των πληγέντων, που έχασαν δικούς τους ανθρώπους με τον πιο άγριο τρόπο, είναι πως κανείς δεν παραδέχεται ακόμα τα ανθρώπινα λάθη που έκαναν το Μάτι των ανέμων της περιοχής μία παγίδα θανάτου.

Ένα «λυπάμαι» που δεν ειπώθηκε ποτέ. Που σε κάνει να απορείς... Ακούγοντας όλες αυτές τις εμπειρίες των ανθρώπων που έχασαν τα ΠΑΝΤΑ, δε λυπούνται; Δεν ανατριχιάζουν;

Παραθέτω από κάτω αυτούσιο το κείμενο που έγραψα τότε. Λίγα έχουν αλλάξει. Κάποιοι κατάφεραν να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση. Άλλοι παλεύουν ακόμα με γραφειοκρατικές διαδικασίες που δεν επιτρέπουν στην τελευταία δόση της αποζημιώσης να εκταμιευτεί και να ολοκληρώσουν την ανακατασκευή του σπιτιού τους. Άλλοι παλεύουν ακόμα με μηχανικούς και εργολάβους, κάποιες φορές και εγκεκριμένους από το κράτος, που πάτησαν και πατούν κυριολεκτικά επί πτωμάτων, για να αρπάξουν λίγα χρήματα παραπάνω από πονεμένους ανθρώπους που έχασαν τα πάντα. Ο πόνος, για όσους τον έζησαν στο πετσί τους, ίδιος και απαράλλαχτος.

Ο απολογισμός των νεκρών από τους 99 έφτασε τους 102. Και κανείς δε θα μετρήσει όσους έφυγαν αργότερα από τη στεναχώρια τους και την ταλαιπωρία, γιατί ναι, υπάρχουν και αυτοί, που μόνο εμείς οι Ματιώτες τους ξέρουμε.

Ένα «λυπάμαι» αρκεί - Δημοσιεύθηκε στις 14.11.2018

«Γράφω για το Μάτι. Όχι επειδή πέρασα εκεί όλα μου τα καλοκαίρια και ήταν το αγαπημένο μου μέρος στον κόσμο. Αλλά επειδή βαρέθηκα την υποκουλτούρα της νεοελληνικής μαγκιάς. Ή την έλλειψη επαγγελματισμού στην καλύτερη των περιπτώσεων ή όπως θα ήθελε να το πει κανείς πιο ευγενικά.

Οι Ματιώτες έχασαν οικογένεια, φίλους, σπίτια, πράγματα, αναμνήσεις, συναισθήματα, και ίσως κάποια χρόνια από τη ζωή τους εισπνέοντας από καμένα οχήματα, μέχρι αμίαντο και καμένη σάρκα. Πες «λυπάμαι» και τίποτα άλλο. Όχι συγγνώμη, αν αισθάνεσαι ότι δε φταις και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να αποτρέψεις την καταστροφή, αλλά «λυπάμαι»... για το κακό που σας βρήκε. Περίμενε να αξιολογήσεις την κατάσταση, να δεις τι μπορείς να κάνεις για να αποφευχθούν τέτοιες καταστάσεις στο μέλλον και ξεδίπλωσε την όποια πολιτική σου ικανότητα εκεί... Μετά. Ίσως και να κερδίσεις περισσότερες ψήφους έτσι. Αλλά κατηγορώντας τους νεκρούς; Ή τους πυρόπληκτους ή τους πονεμένους; Ή ακόμα χειρότερα χλευάζοντάς τους;

Είναι θέμα κουλτούρας. Κι ας μην έχεις ανθρωπιά. Κράτα την αξιοπρέπειά σου. Κουβέντες που δε θα έλεγε κανείς ούτε σε καφενείο μετά από μία τραγωδία, ξεστομίζονται δημόσια από στόματα (ή γράφονται από χέρια στα social media) υπουργών. Και δεν έχει σημασία πόσα πτυχία έχεις – γι' αυτό δε λέω είναι θέμα παιδείας, γιατί μπορεί να παρεξηγήσει κανείς και να νομίζει ότι αναφέρομαι στην εκπαίδευση του καθενός και να έχει αντίλογο. Οι νεότεροι Έλληνες, και όχι οι νεοΈλληνες, έχουν μάλλον περισσότερα πτυχία από σένα ούτως ή άλλως και μια μέρα θα σε κρίνουν. Γιατί δε θέλουν όλοι να είναι του... καφενείου. Πιστεύουν σε ένα κράτος που λειτουργεί πάνω από όλα με επαγγελματισμό.

Έχουν αναφερθεί ακόμα και ειρωνικά σχόλια υπουργών που επισκέφθηκαν την περιοχή για να «βοηθήσουν» να λυθούν τα όποια ζητήματα των κατοίκων. Αντί να βοηθήσουν με fast-track διαδικασίες και να άρουν όποια εμπόδια θέτει ο μηχανισμός του δημοσίου (το Μάτι δεν έχει ξαναχτιστεί μέχρι και σήμερα, γιατί περιμένουν όλοι ακόμα τις άδειες επισκευής και άλλες γραφειοκρατικές διαδικασίες που καθυστερούν). Η ανθρωπιά και η συμπόνια είναι θέματα προσωπικά του καθενός, αλλά ο επαγγελματισμός είναι ζήτημα αντικειμενικό.

Από την πρώτη κιόλας μέρα, η προπαγάνδα κατά των αυθαιρέτων εξαπλώθηκε πιο γρήγορα κι από την ίδια τη φωτιά. Έγινε προσπάθεια να περάσει στην κοινή γνώμη μία αρνητική εικόνα για τους «κακούς» καμένους που ήθελαν και τα ‘παθαν. Ήταν προνομιούχοι και είχαν εξοχικά ή παραθαλάσσια αυθαίρετα. Πού; Στο Μάτι που δεν το ήξερε κανείς; Πάνω στον γκρεμό που δεν είχε πρόσβαση στη θάλασσα, γιατί αυτή ήταν η μορφολογία της περιοχής πριν καν υπάρξει ανθρώπινη παρέμβαση; Αν είχαν καεί σπίτια και άνθρωποι στη Μύκονο, τι θα λεγόταν τότε; Και τι σημασία έχει πού έχει σπίτι ο καθένας; Να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα για να αισθανθώ εγώ καλύτερα;

Οι φίλοι μου οι Ματιώτες σε δημόσια σχολεία πήγαν, κανενός η οικογένεια δεν ήταν ιδιαίτερης οικονομικής επιφάνειας. Είχαμε ο ένας τον άλλον και το Μάτι μας.

Ήθελα να γράψω από την πρώτη κιόλας μέρα κάτι για το δικό μου Μάτι, εκείνο που ζήσαμε τους πρώτους μας έρωτες, χτίσαμε τις πρώτες και παντοτινές μας φιλίες. Πηγαίναμε το πρωί για μπάνιο – και μετά το απόγευμα και πάλι ξανά το βράδυ. Το μεσημέρι οι μυρωδιές από τα φαγητά που ετοίμαζαν οι γιαγιάδες και οι μαμάδες έσπαγαν τη μονοτονία της ευωδιάς του γιασεμιού και της πικροδάφνης. Μαζευόμασταν σε σπίτια να παίξουμε και το βράδυ στα Libra για ηλεκτρονικά - οι παλαιότεροι πρόλαβαν και το Μάτι Μπαμ. Πεϊνιρλί στον φούρνο το Σάββατο το πρωί, όταν ξυπνούσαμε, ή μετά από ξενύχτι, τυρόπιτα στη Δήμητρα, μπέργκερ και πίτσα στο Ένα, σινεμά στη Ρία και το Μαϊάμι, και πάλι από την αρχή.

Το τι σημαίνει το Μάτι για τον καθένα που μεγάλωσε εκεί, το έχουν γράψει καλύτερα και πριν από εμένα άλλοι Ματιώτες συνάδελφοι:

Ένα δέντρο που το έλεγαν «ΠΑΛΙ»

Αλλιώς εννοούσαμε το Μάτι μας για «παράδεισο»…

Για το Μάτι του κόσμου

Μάτι σ ευχαριστώ που με μεγάλωσες – Την Δευτέρα… γέρασα και εγώ μαζί σου 

Εμένα δε μου πήγαινε καρδιά να γράψω τίποτα. Την Κυριακή, στον Μαραθώνιο, ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που κατέβηκα την Κυανής Ακτής κι αισθάνθηκα και πάλι εκείνο το γλυκό συναίσθημα που είχα από μικρή κάθε φορά που φτάναμε από την Αθήνα στο Μάτι. Την ίδια μέρα οι Μαραθωνοδρόμοι συγκίνησαν τους κατοίκους, που συγκεντρώθηκαν κατά μήκος της Λεωφόρου Μαραθώνος εις μνήμην των 99 ψυχών που χάθηκαν λόγω της πυρκαγιάς. Τόσο που κάποιων τα μάτια βούρκωσαν, μάτια που δεν είχαν δακρύσει ούτε τη μέρα που αντίκρισαν την καταστροφή. Ένας ξένος δρομέας σταμάτησε να ρωτήσει τι σημαίνει το 99 στις μπλούζες των θεατών. «99 νεκροί», του απάντησαν.  Ένωσε τα χέρια ευλαβικά μπροστά από το σημείο της καρδιάς κι έσκυψε το κεφάλι. Με μία τους κουβέντα: «Κουράγιο», «Είμαστε μαζί σας», «Μπράβο σε σας», ως απάντηση στα χειροκροτήματα των Ματιωτών, οι δρομείς είπαν ό,τι ήθελε να ακούσει ο καθένας, αυτό που χρειαζόταν ακριβώς. Έτσι και οι εκάστοτε υπουργοί. Αν είχαν πει απλά ένα «λυπάμαι», ίσως να είχαν συγκινήσει. Γιατί δεν είναι θέμα ανθρωπιάς, είναι θέμα κουλτούρας.»

Ιστορίες Επιζώντων

«Θέε μου, κάνε να τελειώσει γρήγορα», Ν. 16 ετών, όταν πέρασε η φωτιά πάνω από το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν.

«Μαμά, θα πεθάνουμε;», Ν. 12 ετών, όταν έτρεχε με τη μητέρα της μέσα στις φλόγες, μέχρι που μπήκαν σε ένα αυτοκίνητο που σταμάτησε να τις πάρει.

«Μαμά, βράχηκαν οι κάλτσες μου», Κ. 7 ετών, όταν μπήκαν στη θάλασσα με τα ρούχα για να σωθούν από τη φωτιά.

«Μαμά, καίει», Μ. 2 ετών, όταν αντίκρισε το σεληνιακό τοπίο λίγες μέρες μετά την πυρκαγιά και γαντζώθηκε τρομοκρατημένη πάνω στη μητέρα της.

«Η ζωή συνεχίζεται, αλλά με πολύ πόνο», Ν. 35 ετών, λίγες εβδομάδες αφού έμαθε πως η αγνοούμενη μητέρα της ήταν ανάμεσα στους δεκάδες που έχασαν τη ζωή τους στο φημισμένο οικόπεδο στο Κόκκινο Λιμανάκι.


 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Back to Top