Στουρνάρας: Θετικές οι προοπτικές, αλλά υπάρχουν εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι για την οικονομία
Τι είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε εκδήλωση του Ελληνο-Βρετανικού Επιμελητηρίου
Θετικές χαρακτήρισε τις προοπτικές της οικονομίας για το 2017-2019 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Ι. Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνο-Βρετανικού Επιμελητηρίου.
Τα στοιχεία επιτρέπουν σήμερα την πρόβλεψη ότι η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχισθεί με μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον.
Συνολικά, το 2017 η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,7% περίπου. Για το 2018 και το 2019 προβλέπεται ισχυροποίηση και επιτάχυνση της ανάπτυξης σε 2,4% και 2,7% αντίστοιχα, η οποία εκτιμάται ότι θα βασιστεί στην άνοδο των επενδύσεων, της κατανάλωσης και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.
Οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος βασίζονται στην παραδοχή ότι το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων θα υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα. Για να κεφαλαιοποιηθεί η έως τώρα πρόοδος, να ενδυναμωθούν οι θετικές προοπτικές και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών για την πορεία της οικονομίας, απαιτείται η απαρέγκλιτη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Αυτό θα έχει σημαντικές θετικές επιδράσεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη μείωση της αβεβαιότητας, στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και των προσδοκιών και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές τον Αύγουστο του 2018, μετά το πέρας του προγράμματος.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, όπως έγινε στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε σε αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα υπέσκαπτε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Εξάλλου, υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ισχυροποίηση του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανόδου στην ευρωζώνη. Περαιτέρω άνοδος του ευρώ από τα σημερινά επίπεδα θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές αγαθών, καθώς και τις τουριστικές εισπράξεις, επιβραδύνοντας την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη και την ταχύτητα εξόδου από την κρίση. Επίσης, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι οποίοι θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των διεθνών επενδυτών. Επίσης, άλλοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη όξυνση της προσφυγικής κρίσης.
Μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις
Πέρα από τους παραπάνω εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους για την ανάκαμψη της οικονομίας, υπάρχουν και ορισμένες μέσο-μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι θετικές προοπτικές.
- Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή, ενώ οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν, σε μεγάλο βαθμό, μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, με αποτέλεσμα να συνοδεύονται από χαμηλές αποδοχές. Παράλληλα, η φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών έχει αυξηθεί και οι κοινωνικές παροχές συνεχίζουν να μειώνονται. Εξαιτίας αυτών των παραγόντων η κατανάλωση των νοικοκυριών είναι πιθανόν να εξασθενίσει ή να παραμείνει αναιμική επί μακρό χρονικό διάστημα.
- Παρά την έως τώρα πρόοδο, οι τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνονται με τη διαχείριση του μεγάλου αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αδυνατούν να στηρίξουν επαρκώς την οικονομική δραστηριότητα με νέες πιστώσεις.
- Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα και αυτό δεν οφείλεται μόνο σε καθυστερήσεις στη χρηματοδότηση του ΠΔΕ και την έλλειψη τραπεζικού δανεισμού, αλλά και στο γεγονός ότι το επενδυτικό κλίμα στη χώρα συνεχίζει να μην θεωρείται φιλικό σε ιδιωτικές επενδύσεις.
- Το δημόσιο χρέος παραμένει πολύ υψηλό και η εξυπηρέτησή του απαιτεί τη δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων σε μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό μπορεί να καταστεί δυνατό είτε με τη συμπίεση των δαπανών και τον περιορισμό του δημόσιου τομέα είτε με την αύξηση των εσόδων. Ωστόσο, η αύξηση των εσόδων μέσω της διατήρησης των υφιστάμενων υψηλών φορολογικών συντελεστών αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, και εν τέλει δύναται να επιδράσει αρνητικά στα δημόσια οικονομικά και τη διαχειρισιμότητα του δημόσιου χρέους. Αυτό οφείλεται στο ότι οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτρέπουν τις επενδύσεις, διότι οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι σε μόνιμη βάση ένα μέρος των κερδών τους θα πρέπει να διατίθεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.
Έξαλλου, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές αποτελούν αντικίνητρο για εργασία, ενώ, τόσο στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών, δημιουργούν κίνητρα για φοροδιαφυγή και ενίσχυση της παραοικονομίας. Επίσης, οι υψηλοί φόροι και κοινωνικές εισφορές δημιουργούν κίνητρο για τις επιχειρήσεις να μετατοπίσουν τις δραστηριότητές τους σε ευρωπαϊκές χώρες με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, ενώ, αντίστοιχα, ωθούν τους νέους επιστήμονες στη μετανάστευση. Η ανεπάρκεια επενδύσεων και η απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου δρουν ανασχετικά στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Μείωση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων
Στον τραπεζικό τομέα, προτεραιότητα αποτελεί η αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και ιδιαίτερα, το πρόβλημα των λεγόμενων στρατηγικών κακοπληρωτών, που αποτελούν τροχοπέδη όχι μόνο για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, αλλά και για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι έχουν πλέον νομοθετηθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα και έχει διαμορφωθεί το ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων με αποτελεσματικό και γρήγορο τρόπο. Οι τράπεζες διαθέτουν επίσης επαρκείς προβλέψεις, εξασφαλίσεις και κεφάλαια, που υπερκαλύπτουν την αξία των δανείων αυτών, ενώ η οικονομία ανακάμπτει. Επομένως, αναμένεται, και πρέπει, να ενταθούν οι προσπάθειες των τραπεζών ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεδομένου μάλιστα ότι οι στόχοι για το 2018 και το 2019 είναι πιο φιλόδοξοι από τους φετινούς. Ιδιαίτερη έμφαση αναμένεται να δοθεί στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, στην ενίσχυση με ρευστότητα των βιώσιμων, αλλά και τη ρευστοποίηση μη βιώσιμων μονάδων. Κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση πόρων, που θα μπορούν να στηρίξουν τις νέες και υφιστάμενες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, που είναι απαραίτητες για την εμπέδωση της αναπτυξιακής δυναμικής.
Γενικώς, οι τράπεζες έχουν πετύχει σημαντικές βελτιώσεις τόσο στην εταιρική διακυβέρνηση όσο και στους δείκτες ρευστότητας και φερεγγυότητας τα τελευταία χρόνια, και ουδεμία απολύτως ανησυχία δικαιολογείται για την πορεία τους.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε σταθερή ανοδική τροχιά. Ωστόσο, παρά τις θετικές ενδείξεις, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2017, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2017-2019 και για να κερδίσει η Ελλάδα την πλήρη εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτό θα γίνει, εάν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση, τέτοια που να μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του, και οι τράπεζες να έχουν επαρκείς εξασφαλίσεις, ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως από τον μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και όχι μόνο από τον έκτακτο, και ακριβότερο, μηχανισμό (ELA). Συνεπώς, η έξοδος στις αγορές με βιώσιμους όρους προϋποθέτει:
Πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Απολύτως αναγκαία είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
Δεύτερον, επαρκή και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο Eurogroup.
Τρίτον, εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της στην χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά από επτά χρόνια σημαντικών θυσιών του ελληνικού λαού.