Κατά 8% μειώθηκε το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών το γ' τρίμηνο 2013

Προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ

Τις πιέσεις που εξακολουθεί να δέχεται το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από τη συνεχιζόμενη μείωση των μισθών αποτυπώνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς του τρίτου τριμήνου 2013.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013, το διαθέσιμο εισόδημα του τομέα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά μειώθηκε κατά 8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, από τα 33 δισ. ευρώ, στα 30,4 δισ. ευρώ. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση κατά 9,9% των αποδοχών των εργαζομένων και στην μείωση κατά 8,2% των ��οινωνικών παροχών που εισπράττουν τα νοικοκυριά.

Η πτώση των εισοδημάτων επηρέασε όπως ήταν φυσικό την κατανάλωση και την αποταμίευση των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπ��ρετούν νοικοκυριά κατά 10, 2% και κατά 6,7% αντίστοιχα σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους,.

Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου του τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών μειώθηκαν κατά 7,8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους από 2,68 δισ. ευρώ σε 2,47 δισ. ευρώ.

Οι καθαρές δανειακές ανάγκες του τομέα της γενικής κυβέρνησης κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013 ανέρχονταν σε 1,2 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2012 που ήταν 6,4 δισ. ευρώ.

Κατά το τρίτο τρίμηνο του 2013 καταγράφηκε πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατά 2,6 δισ. ευρώ, έναντι πλεονάσματος 1,8 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το ��ρίτο τρίμηνο του 2012. Λόγω αυτού του πλεονάσματος και της αύξησης των καθαρών εισοδημάτων και των (τρεχουσών και κεφαλαιακών) μεταβιβάσεων που λαμβάνονται από την αλλοδαπή, η συνολική οικονομία παρουσίασε καθαρή χορήγηση δανείων 5,7 δισ. ευρώ σε σχέση με την αλλοδαπή, σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2012 που η καθαρή χορήγηση δανείων ανέρχονταν σε 2,9 δισ. ευρώ.