Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Θεωρείται τμήμα της ενιαίας Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις πρώτες σύγχρονες γενοκτονίες. Η γενοκτονία ήταν ένα προμελετημένο έγκλημα, το οποίο η κυβέρνηση των Νεότουρκων έφερε σε πέρας με συστηματικότητα. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησε ήταν ο ξεριζωμός, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και τα στρατόπεδα θανάτου στην έρημο.
Στις 19 Μαΐου, 1919 με την αποβίβαση του Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, άρχισε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Περίπου 353.000 Έλληνες από τον μικρασιατικό Πόντο εξοντώθηκαν την περίοδο 1916-1923. Οι Τούρκοι με τη γενοκτονία των Ποντίων, τις λεηλασίες, τις πυρπολήσεις των χωριών, τους απαγχονισμούς και τους εκτοπισμούς που ακολούθησαν, κατάφεραν να αλλοιώσουν τον εθνολογικό χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών.
Περισσότεροι από 400.000 ξεριζωμένοι έφθασαν με καραβάνια στα μεγάλα αστικά της Ελλάδος αφήνοντας πίσω τους έναν πολιτισμό 3 χιλιετιών, προγονικά εδάφη, εκκλησίες, τάφους και σχολεία. Άρχισαν έναν αγώνα επιβίωσης προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τον ποντιακό πολιτισμό, την μουσική, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους.